Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Ροδοσταμο






Ο χρονος γυριζει
τι κι αν δεν υπαρχει ,
οπως βολευεται ο βασηλιας των αιθερων
σε μια παρτιδα σκακι
κι ενα πινελο να ζωγραφιζεις 
βηματα που αγαπησες
στην μνημη
τι εχουν Λογο να μοιραζονται.

Ματ και ξανα 

παραδοχη
ωσπου να φθαρουν ολες οι στολες
του παιχνιδιου.
Και ματ και ξανα σινιαλο

το Δημιουργημα σκετο.

Γιατι αυτο ειναι δημιουργια.

Ο ανεμος φλερταρει
με σκονισμενες προθεσεις
τι κι αν φανταζουν φιλτραρισμενα συννεφα .

Ποια του ερωτα  η σωτηρια
στα ανεμοδαρμενα υψη
αφου οι καρδιες στην Γαια ριζωνουν
εκει αναγνωριζονται,
αλλο αν θα γενουν ανεμοστροβιλοι
ουρανιας υποσχεσης.

Συμφωνημενη εξεγερση των Ροδων
στις οπιουχες ροδες της ζωης

-με κουρασαν τα δηλητηρια σκεφτομαι-
συνειδητα στον σπορο του παροντος
ανωφελο το μακιγιαζ  στις αστραπες .

Ριξε,

Τοτε ισως βρεχει ροδοσταμο

με ποτισες
σε αυτο ειχα πιστεψει ;

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Πανταχού Παρών







 Φωτα στην πολη
Αστερι οδηγος
ανθρωποι σκιες
μιας ουτοπιας προικισμενης
συσκευασια ειδωλων 
σαν ατμομηχανη ενος τραινου

που σκορπιζεται στα περασματα
σφυριζοντας την ληξη
μιας  παρτιτουρας 

στο κρυο αχνισμενο τζαμι
_στους αιωνες των αιωνων
κανεις δεν γνωριζει
την ιστορια κανενος
μα οι ανασες αντανακλουν πλεγμα χρυσο
πισω απο τα αψυχα λαμπιονια 

των δρομων _

Στα εγκατα της ψυχης αδραχτι
αναθρεμενο ομοια
ομοιως
στην διαφανη σφαιρα ,
οπαλινες υμνουν τον σκοπο
 των πολλαπλων χασματων ονειρογεφυρες
μυροβολου Γενους
ό,τι γονιμο ας διαπερασει
καρδιες ηλεκρτισμενες .


Κιτρινα φυλλα
εναπομεινοντος φθινοπωρου 
πανδαισια μυριαδων σαμποταζ 
ξετσιπωτα ειδυλλιακα
αγγιγματα βιολας εναρμονιζονται
 κρυφακουγοντας το εφημερο.


Βαμμενη σταμπα το ηξερες
εγγραφη που κοπηκες στον μισχο
δακρυ βαθυ μοναχικο
σκονταψε στην πηγη
κι ετρεξε
χαρμοσυνους ηχους παρ 'αυτα

πανταχου παρων
και τα παντα πληρων  .

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

'Ολα



Κι αν είναι 
απ' όλα μια πλοκή
ξεχυλωμένο νήμα αιθέριο
 γέφυρας ασωμάτων κρίνων
δεν μυήθηκαν στην σάρκα
μια άκρη εδώ μια εκεί
ξέφτια γυμνόσπερμα ακτίνες θρέψης
απόκοσμη ευωδιά
ηλιοτρόπιο στην μήτρα Γη το Μάτι
και μια ξεπέτα τύχη
ψαχουλεύει την αύρα
για ενσάρκωση στην ώρα της αγάπης.

Ταιριαστό μα δεν φοριέται
ανήμερο
Ουράνιο στο σώμα,
ακροβατεί ασυνείδητα
στον μακρινό καθρέφτη
κι ας είχε κάποτε τα πάντα δει
σε άλλη προτομή
 φουρτουνιασμένης σύμβασης
_εκστατική απαρτία
σκλάβωσαν την λήθη
ασμίλευτα ήθη
κι άγρια απήχθει _


Τώρα είθε η ώρα
Όλα
απρόσμενα διαφαίνονται
εντάσσονται σε δείπνο μυστικό
δια τάσονται έξω από την φλέβα
συν τάσονται στης Βηθλεέμ το άστρο
ως τα κεριά που καίνε
απενοχοποιημένα κλωστές αναλγησίας
αφίξεις του ευ τομής,
καπνός που διαπέρασε την κάκωση
στο μεσοπλεύριο οστό της Εύας ,
απείθαρχο μήλο της δαγκωματιάς
κρυστάλλινος απόηχος της ήβης
ήδη αχνοφαίνεται η αλληλουχία
των πώς τι πότε
ως τις αισθήσεις των πυλών .


Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016


Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

ατιτλο






Τριτη 11 *10
Βροχη 
Λαικη
Γιορτη
κι ολα αυτα κατω 
απο μια ομπρελα περαστικης ζωης
τι συννεφα θ απλωσουμε
και σημερα στη γειτονια
να εχει ο ουρανος φαγακι
απ την περισεια της καρδιας.
Την πιο εντιμη σιωπη
ετοιμη να πεταξει.

4-10 -16 Τικ τακ τοκ

old foto







Ποτε δεν ειπα οτι η σκια 
ηταν ο λογος φυγης 
πως αλλωστε
το παραμυθι ξεδιπλωνεται
παντα στο φως

στο σκοταδι κρυβονται οι αλυσιδες
δικαια πραματα
ο ασσος τα μεσανυχτα επιμενει
ως τυχερο χαρτι

ρολοι εντοιχισμενο στη μελανια 
της επαναληψης
επι πληξης
 και ρεστα στο καπακι.

Ανθισμενες μανολιες στο φοντο 
για ξεκαρφωμα 
ενιοτε θα μου λειπει 
το τσιγαρο του γυρισμου
επειτα απο τοσα χρονια φωτιας.  

Στη σκαλα της ανεμης
ξεφουσκωνουν αστρα 

τικ τακ τοκ
τικ τικ
το μπαστουνι στς μυτες
στοιχειωνει με τρεις δαγκωματιες 
την χαραυγη ,
να μπερδευτηκε με τα αφρισμενα καστρα
τις μοιρες και τους στεναγμους
και τα βαλε με τ ασπρα ; 

Κι αν εχεις αμφιβολια 
στρεψου με μπεσα
στο ειδωλο του καθρεφτη
χωρις στολιδια 
και  κοριτσακια με τα σπιρτα 
να σε πουλανε γι αγαπη 
βλεπεις τον ενοχο
η ευθυνη σου κλεισε ματι ; 

Πιο μεσα υπαρχει ο Θεος.
Διαλεξε.


Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

δύσβατο πάθος ενηλικίωσης




δεν θα έρθει
φώναξε σαν οργισμένο σταφύλι
χειραγωγόντας στα χέρια του την θηλειά
στης πρώτης αγάπης τον τρύγο
πασαλειμμένη ονείρωξη
σκόρπισες καννιβαλίζοντας
κληματαριές που νοιάστηκαν τον ήλιο σου
παραμυθίας και σκότους γωνία
να κρυφτώ ,
με ραντίζεις με φαρμάκι γλυκό
μεγαλώνω κι ακόμη με πίνω
από κόμπους παλιούς
στην υγειά μιας μοναχής
με σταυρό αλιγάτορα να της δαγκώνει τον λαιμό

του πόθου το αγρίμι
και τρώει και πίνει
μας έπλεξε το μυαλό στεφάνι ,
πώς δραπετεύεις από την αρρώστια
νευρώνων φυτεμένων σε χώμα εκτός ελέγχου
με λίπασμα νεκρής αποπλάνησης
και θόρυβο από αγκαλιά που ξερογλείφεται
στο βλέμμα του

η ενηλικίωση
είναι συριγμός στους βρόγχους
ξεκουφαίνομαι από τις κυψελίδες
οξυγόνο ουρλιάζουν
αναρρίχηση
από κατολισθήσεις
μπλοκαρισμένων "θέλω"
και σε "ακολουθώ"
λίθοι συλλεκτικοί
δώρα σε ώρες δύσβατες
στις φλέβες του συλλογικού
αποσπάσματος
μοναδική εντολέας της ύπαρξης μου
πώς να το συνηθίσω
έπειτα από τόσες παρεμβάσεις για το καλό μου;


δεν θα έρθω
έλα να το πάρουμε με το καλό
από την αρχή
να μην κλαίει
σαν εγκαταλειμμένο παιδάκι
κι ο κόσμος
κι ο λογος ;

είμαστε τέσσερα κόκκινα μάτια
κανένα δεν βλέπει
κτήνη για φροντίδα ανηλίκου
χτυπιέται
στις παραμορφωμένες κόρες
σαν ταύρος που αναζητάει θήραμα
κατανόησης σε διχασμένη φυγόκεντρο παθών
που κράτησε μόνο λίπος
το "υπόλοιπο" έμεινε στην καρδιά
προσαρμογή αναλαμπής
γρανίτα φράουλα σε μελωμένο αστέρι

καθηλωμένο ξεβίδωμα
στην λεκάνη των ασπασμών
γυρίζει γυρίζεις γυρίζω
διεκδικεί τον φρενήρη απολογισμό
στα χνώτα εντός μου
λιώσε την καταιγίδα με την γλώσσα σου
μυρωμένε Βασιλιά
του μυθικού στρατού στο σώμα
το ανατριχιασμένο σαν με κυττάς
ακτινογραφία που θολώνει για να αναρωτιέσαι
σπασμωδικές γιρλάντες
στήθους ζαλισμένου
σε στολίζουν
μην σπάσεις κόλλησε
σπάω
νεράκι θέλει
εξ-ημέρωση ζητάει
ανδρικό σπαθί να τον θαυμάσει
κουρνιάζοντας σε ανοιχτές φτερούγες


να εξοστρακίσουμε όρκους περασμένους
ενάντια
στις πρησμένες διακυρήξεις
γιγαντιαίων ιστών
αν εκραγούν από ξένο χέρι
θα τρώει ο ένας την καρδιά του άλλου
κι άντε να ριζώσει ο πρόγονος
θα βλασφημάει το έδαφος
ξεθάβοντας καύκαλα κλειστά
πέρασε η σειρά της έκδυσης

μ' αγγίζεις
ηλεκτροδιώνομαι
σε πεθαμένο κύτταρο
που αρνείται ν' αναγεννηθεί
έτσι θα συμβαδίσουμε ;

φτιάχνομαι με καρβουνισμένες αμυχές
τοπία στην ομίχλη
να καθαρίζω τζάμια
να βλεπόμαστε μέσα από φακούς
συμπ{ό}νιας
μα δεν γίνεται τίποτα με ένα χέρι
χρειάζονται δύο
κουρδισμένη βαλβίδα ανάποδης ζωής
θάνατος

ο λάρυγγας
πνίγηκε στο ποτάμι
των ματιών της
δικός της
μέχρι τον Υμηττό σύρθηκε
απέναντι από το σπίτι με την καπνοδόχο
τι απέγινε
το γιασεμί της νύχτας ;

την κοιτάζει
από το παράθυρο της άνυδρης
μα με θυρίδα στα σκοτάδια ανθοφορίας
τραβώντας την
από τις φωνητικές χορδές
δεμένη
λέξη δεν έβγαλε
την είχε καταπιεί το σφάλμα της διάρρηξης
που δεν κατάφερε ν' αναστήσει
δική του

ο τόπος μοσχοβολάει
παραδομένα πλήκτρα fur elise
το καπνισμένο κορίτσι
του Ludwig Van Beethoven
τι ευτυχές ενθύμιο πλημμύρας
αλαζονικού ρεπερτορίου
δικό σου

αυνανισμός παραληρήματος
από τα πατήματα στις νότες
της μουσικής σου
γερμένη στα ψηφδωτά
τα χέρια
της κόκκινης πλατείας σου
με τινάζεις ψηλά δεν θέλω να κατέβω
βαθαίνει ο ίσκιος μου
μα λασπώνει από τον τροχό
του οργανοπαίχτη της φυλακής σου
υποτιμώντας το μέτρο της λογικής μου
αναίδεια
στον οργασμό του κλέφτη

σπασμένα φύλλα φθινοπώρου
μυρωδάτε ανθέ στα χείλη
μηδείαμα συγκόλλησης
γεννήθηκε
του παραδείσου στέρνο
άστο να περπατήσει ουρανό
να δυναμώσει η γη
να γράψει

κανενός μαζί
δικό του



Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

Λίλιθ







Αν ουρανός δεν είναι o άνθρωπος
τ' αχτένιστα σύννεφα να τραβήξουν
ξεριζωμένες μνήμες που άργησαν 
την βροχή να πιούν ,
η αγάπη γαλάζιο τραίνο
στις γραμμές που δεν έσβησες σε βρίσκει
τι λόγο έχουν τα πουλιά να κελαηδούν
θάλασσες ν' αναπνέουν
το αίθριο συναπάντημα μιας προσευχής
πρίμα βουτιά χρισμένη αλμυρό τραγούδι.

Κάθε μου κύτταρο λάμπει 

σαν το καλό κρασί που παλιώνει
διηθώντας φωτοβολίδες
σε αφανέρωτα τριβής 

συναπαντήματα.

Αφουγκράζομαι 
ήχους του σύμπαντος
ν' αγγίζω ανθρώπους
ποιήματα στην καρδιά μεθάνε τον παλμό
ξεπηδούν σαν πίδακες κόμματα , τελείες
λέξεις που ξεψύχησαν γιατί ήσαν μόνο λέξεις
ραδιουργία εσώκλειστη τα τείχη
έγδυσε την βελούδινη μαρτυρία τους.

Η Λίλιθ απόψε γητευτής
στου πνεύματος το αρσενικό φτερό
γλυκοφιλάει όσα τους μέλλει να εκλείψουν .


Στου γαλαξία τον χορό δεν έχει τέλος
παραδίνομαι οίστρος αγνότητας

γενέθλιο δώρο 
μαύρο απ΄έξω το φεγγάρι
μέσα χρυσό παραδεισένιο κάλεσμα
σε νεογέννητες αποσκευές.


Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

Ο άνθρωπος γυαλί



 Χρόνια αυτός ο άνθρωπος γυαλί
καθηλωμένος
κοιτάζει λαίμαργα το συντριβάνι
βουτάει μέσα του
ξανά και ξανά 
μα σαν να μην βρέχεται ποτέ
δέντρο ζωής διάφανο να γίνει
να ποτιστούν κι οι ρίζες να γλυκάνουν
να ξεθυμάνουν τα αποσιωπητικά
συν αρμο λογήσ εων 

σαλτάροντας για το μεγάλο σάλτο
άρ(ω)μα αγέννητο ως τα χθες.

  Τι κι αν στραγγίζουν
τα γυαλιά από την βροχή
αντανακλάσεις ικεσίας
δεν σπάει να μιλήσει
ν' ακουστεί ζαλισμένος έστω
από τον μαγεμένο Λόγο
με μάτια χελιδόνια μετανάστες έστω 

_κάποιος πουλάει το βασίλειο του
για ένα Άλογο
καλπάζοντας μέσα από θρόμβους νύχτας πηχτής
στο ξέφωτο αίμα ,
αφθονία με μια λάθος κίνηση
αντί για χρόνιες σωστές αντιπαραθέσεις _
όχι θραύσματα του ποτέ και γιατί
τι πανοπλία θα έχω ύστερα
κύμβαλο αλαλλάζον
ποιός να προσμένει
χάνομαι.

Σώπασε.

Λες καμιά φορά η ζωή
είναι πιο μαβιά από τα σύννεφα
μα δεν ξεβάφει μυτερές απολήξεις
τίποτα δεν τον διαπερνά ;

Όσο για τα αχανή περάσματα
ούτε λόγος
εκεί μπροστά στα μάτια του
θα φτύνει το άπειρο
ασυμβίβαστος με ότι δεν φαίνεται
με μια θέα παραγινωμένη
έτοιμη ν' αφανιστεί . 

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Τσιμπιδάκια ευνούχων



  Παραπατάω στις μύτες των ποδιών
μην τύχει και πατήσω ψέμματα
μεταμορφωμένα σε κατσαρίδες
συμπαράστασης .

Με πιστεύουν.

Ξυπνάω με ίλλιγγο γύρω από πτώματα
παραμυθιασμένη δήθεν για το αποτέλεσμα.

 Ζητάω  αυτός ο έρωτας να στυλωθεί
 με το κεφάλι στο χώμα
 ερειπωμένα δώματα
-όλο και κάποιο ηρωικό στοιχειό θα πεινάει
για ενοικίαση-   
 ευάερο ευήλιο ας γίνει το εύρος της αναστύλωσης
μην αναποδογυρίσει ξανά το πεπρωμένο
και μας κεντήσει σταυροβελονιά στο έγκαυμα του σύμπαντος 

-άναρχη  συνουσία με δικάζεις
εκσπερματώνοντας με αυτόν τον άλλον -

Τις νύχτες στήνει ποντικοπαγίδες
τις μέρες  φαγωμένο το τυράκι 
μισώ τα ποντίκια όταν παρεμβαίνουν
οίκτος αποδιοργάνωσης
σε ότι καλό έχει απομείνει στην ψυχή
σε ποιόν προβολέα κοιτάς;

 Να τον σβήσω ;

Πώς;


Κλονίζεσαι σε μεταχειρισμένη αλυσίδα
δεν το σκάει η φωνή προνύμφη  από τον κρόταφο
ούτε στον πιο βαθύ κατακλυσμό
να ενωθεί με πεταλούδες στον αμφαλό .

Τάξε τα έρμα στο έλεος μιας αρπαγής 
σαν φούσκα ακαθαρσίας μας τρυπάνε
τσιμπιδάκια  ευνούχων. 


Πώς κούμπωσε τόσο οικεία η μοίρα του
σε αυτόν τον δολοφονικό καθρέφτη
ο γκρίζος της συγγένειας οπλισμός
η  χρόνια χαμένη εκπυρσοκρότηση
στου ήλιου την ραγισματιά.


Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Στέρνα 28-8-16




Μαρτυρα μου μια θαλασσα
αν ειναι μυστικο
που πνιγηκε
εστω σε στερνη σελιδα ποιητων
την στερνα
-της μονακριβης ερωφλεγους πηγης
το μερακι να ανταμειφθει
της φλογας της το γεμισμα
με κοκκους χοντρο αλατι κλειδωμενο
προσαναμμα σε σπιτια ελευθεριας -
τοτε να εκτυπωθει  της σταχτης το αναφιλητο
διατριβη στο ασεινηδητο κυμμα
κι ενα ματσακι ποδοπατημενης φωλιας
σε λασπη αθανασιας ,
στιχος και θυμιατο
οι αγκυρες των ματιων σου
εξοριστοι γδυτες  δεσμιων τοπων.

Τι με τυπωνεις σαν ομηρη φλεβα
σε βαμπιριων τον θορυβο
ακομη επωαζονται οι ρουφηγμενες χαρακιες

-αν μη τι αλλο τεντωθηκα και ηπιες
απο τα κερασμενα σου -

ρωτα τις ουρανιες κολυμπηθρες
αν εκτοπιστηκα στης βουτιας το λαδι
μες στις παλαμες των Θεων τα γραμματα*

γραμματοσημο σε φακελο διχως παραληπτη
κι ολο ρωτουσα τον ταχυδρομο
τις νοτισμενες κουρτινες εστιβα
αν σπαρασεται μια λεξη και για εμενα
 συνορων ανευ.

Στο δαχτυλιδι του παροντος συννεφου
αλητευει η βροχη μου
ομοιο στο ομοιο με προσημο αρνητικο
ετσι κι αλλιως θα δυσει
αιωνια ανατολη της αστραπης
σε κανακευω
κι ας μου μαθαινεις τις πραξεις
απ τα τελειωμενα κοντρα στο αρχικο πεδιο .

Αναποδογυριζω
τα φυκια πρασινιζουν ουρανο
απο τα ξυπολητα πελματα της ανασκαφης ,
εκλαμψεις
φυση μεσα στη φυση
στου βυθου την προσευχη
σεινηδητη διακλαδωση σπαρμενη
ουρανια τοξα.


Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Ψωμάκι

Μην σπαταλας το ψωμακι
σε εκεινους που δεν χορταινουν
με τιποτα
βλεπεις εχουν την πεινα στο ματι
τρωγοντας την ουρανια θρεψη τους
γρυλιζει η ψυχη
σαν σκυλος που ξερογλυφει κοκκαλα
στο κοκκαλο ,
το λάδι καίγεται σε αξόδευτη ελευθερία
το σωμα δεν ειναι παρα σκια
που δραπετευει απο χαρα μα δες
μα δεν χωρα και κοβεται η χαρα
το χαραμα
δες
να μην φανεις εσυ
χωρις Εσενα ,
κανεις το λαθος και ρωτησεις
"πως σε λενε ,πες μου το ονομα σου"
κι απαντησει
"μετα θα σου το πω μετα ".

Κρατα την ψιχα
για το παιδι
για εκεινους που την σπέρνουν
δωρο Θεου στο ξεκινημα της μερας
να φτάσει μακρυά να βρεί τον Κόσμο
ειδαλλως θα σε περιφρονησει
με απεργια πεινας
που το αφησες νηστικο
κι αντε να πεις συγνωμη
ψ(υ)χουλα
με τα ψιχουλα που απεμειναν.
Θα την ξαναβρω...

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Χρυσόψαρα




Κρυμμενα Ολα
να τα βλεπουμε
καταματα,
ποσο γυμνο το απειρο
και ποσο φυλαγμενο 
Φιλι στην καρδια
σαν Ενα
ροδοπεταλο αλμυρο
μερακι
να θρέφει ευωδιά την θέση της .

Γιατι ανθός είναι
φωνή μπουμπουκιού

φροντίδα θέλει
ν' ανοίγει και  Ν' ανοίγει..

N' ακούγεται ο ήλιος που σωπαίνει
μην τρομάξεις και σβήσεις το φως.

Ωχρα ανατελλει της μνημης
τα χρυσοψαρα
ν ανυψωνεται ο βυθος
θεια δροσουλα να διαπερνα τα πυρρινα

μάτια στα σύννεφα 
φλογίτσες του χορού της κοιλιάς 
στου μαργαριταριου τον αμφαλό 
το οστρακο σπάζει
θρυψαλλα χαραγμενα

απ του βυθου την ραχη να μαθαινεις.

Ποτηρια γεμιζουν αφρο
απο κυμα που ξεκλειδωσε
φιλντισενιο αποσταγμα
κι ασπρος πατος,
αδερφια να τσουγγριζουν
στ απλυτα λιθαράκια της αγαπης,

Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

Ζάρια

Σου έμαθα εγώ να παίζεις
σε ζάρια σημαδεμένα με φτερά θανάτου
την ζωή σου ;

Όχι μου απαντάς
"πόλεμος εκ των έσω
κι εσύ ήσουν έξω ."

Δεν φταίς εσύ
μα η συνήθεια
όπου βρίσκω γκρεμό να πέφτω
από φόβο μην με γκρεμίσει εκείνος πρώτος,
μα δεν τον είδα ποτέ να σείεται
παρά να χαχανίζει υπερήφανος
 για την σταθμευμένη ακράτεια μου .

Κι η φωνή της πίστης
σφηνωμένος αντίλαλος
στα αυλάκια που πετούσα τα σπλάχνα μου ,
δεν είχαν νερό να πιούν
μόνο συγχώρεση
επιτρέποντας μου να προχωρήσω*
κατανοώντας σβησμένα γράμματα
που ποτέ δεν διάβασα.

  Δεν έλαβα υπόψιν το ρίσκο
 αυτό το αλισβερίσι
απροστάτευτη να προστατεύομαι από τον θάνατο
με πρόσχημα την αδυναμία να παραδοθώ
ζητώντας εισητήριο εντοπισμού
τώρα που σπαρταράει
για τις μέρες που του χρέωσα
την πλάνη της αιχμαλωσίας
να με γδύνουν τα πεθαμένα.

-Συνήθεια βλέπεις ο "αγώνας"
δεν συγκρίνεται όμως με φυλακές
σε ετούτες μπαίνεις οικειο θελώς.-

Όχι άλλες γέννες
να διαδηλώνουν εξοντωμένες "γλίτωσα" .

Τέρμα η προστασία ,
κομμένα τα ζάρια.

Κυριακή 14 Αυγούστου 2016

Πίσσα


Φλογισμένες παραισθήσεις
πυρετός που ξεπάστρεψε διχασμένους ιούς
νύχτωσε
φοβήθηκα τις ουρές που περονιάσαν το κορμί μου
βγήκα από το ψυγείο που είχα ξεχάσει το μυστικό
στο βούτυρο με την μαρμελάδα
ήλιους να αλείφω στα αυθεντικά κι αμελοποίητα
που είχαν σιγήσει σε βιβλία με χαμένους σελιδοδείκτες .

Μαύρα κουφέτα έριξαν στα βλαστάρια των κυττάρων μου
αντί για άσπρο ρύζι κόκκοι βουνά
κορυφή κι ηλιαχτίδα να παντρεύονται ταπεινά
σμιλεύοντας ευθύνες κατεψυγμένα αίτια
κροταλίζοντας ο πόλεμος σαν παγάκι την ψυχή .

Τσιγγάνικο ανοσοποιητικό
γαρούφαλο στ 'αυτί και πονηριά στο μάτι
ήθος ποιεί πανάρχαιο τρώγοντας βέλη
εναντιωμένα στην γαλήνη ,
τρολαδόρους εκτελεστές σπλαχνικής ευφορίας
να νομίζουμε ότι "πέθαναν"
προσκομίζοντας δόλωμα δικαιώματα νεκρών ,
την παίζουν και ξεκουφαίνονται νυχτερίδες
από το μαράζι της τρύπας το μπέρδεμα στον ιστό
κρεμασμένης ανάποδα στη σπηλιά .

Σκορπιοί ευνουχίζουν το μελιστάλαχτο
γουστάρουν δηλητήριο αναισθησίας
κοιτάζονται κάτω από πέτρες δίχως να σπάζουν
να ελευθερωθούν καρδιές
κι είναι περήφανοι γι αυτή την μαλακία
τόσο που η ματιά του πελάγους
στραβώνεται ματιάζοντας αυτόν τον εθισμό .

Θυμιάματα καμμένης φλέβας
λιτανείες της μέγγενης στίβεται ο ανεπιθύμητος κλήρος
το κόκκινο και το αγνό ρέει θεό
πνίγομαι βουτώ στου διπλανού το αίμα που γλίτωσε
να πάρω ανάσα
-Άγγελοι παραβιάστε τις θηλιές σε ό,τι δεν λύνεται -
λειχήνες γλεντούν τα ρουφηχτά φιλιά τους
αφυδατώνοντας κάθε συναίσθημα ,
τους θηλάζουν λύκαινες να ημερέψουν
μα κι αυτές τις δαγκώνουν

- να μην χωράει Χριστού χεράκι να μαλακώσει τον ύπνο
να τον καταβροχθήσουν οι άγιες παραμάνες -

Σηκώνονται από τάφους αναπηρικούς
προσβάλλοντας ακόμη και την λέξη αναπηρία
βιτσιόζοι αλιευτές πλαγιασμένης συνείδησης
ατέλειωτα χιλιόμετρα στην εθνική παιδί
προσπερνώντας νταλίκες με κάρβουνο
-κάποιες μας πέρασαν
κολλήσαμε στις αναθυμιάσεις του ψεύδους -
κι ετούτο το μοχθηρό χαρακτικό
ξέμεινε να πληγιάζει τις γραμμές της ορατότητας .

Η αλήθεια θέλει αρχοντιά
δεν γδύνεται σε δισκοπότηρα με κομμένα λαρύγγια
ξεφωνητά βιασμού να γεννάς ξανά
φτύνοντας γονατιστή αμαυρωμένους σταυρούς
να χρεωθεί κι άλλο αίμα η ανάσταση ,
τσιράκια εωσφόρου εν το λές
δήθεν για το προπατορικό σφηνωμένη σύφιλη στα αχαμνά
πάλι δεν αμάρτησαν με αγίες
μια Εύα τους απέμεινε παρηγοριά ο λάκκος λύκος .

Πείνα στο μάτι αυτή η φτώχια
γδέρνει τα σωθικά
τ'απλώνει στα σχοινιά
παράσημο στην ξεφτίλα του γείτονα ,
ευγνωμοσύνη καμία
στις χάρες της Παναγίας προεόρτια
μαυρισμένο τριαντάφυλλο μου 'πρηξες το συκώτι
κι εγώ σου 'χα στρώσει κόκκινα ροδοπέταλα να περπατάς
ρίγος και δέκατα το καλοκαίρι ξερνάει στο πέλαγος πίσσα καυτή.


Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

λευκό σεντόνι



Όσο απουσιάζεις τόσο θα έρχομαι
το πολλαπλό σου είδωλο μετέωρος αποσπερίτης
στα έγκατα των Αναληφθέντων .

Όσο σκάβω εξοστρακίζονται κομμάτια
καθρεφτάκι και βωμός ,
θύμησες α πατημένες οίστρος σε χειμερία νάρκη 
από τα ναρκοπέδια που κυλίστηκε
 αψηφώντας 
ελπίδα ότι κι οι κάφροι κάποτε αλλάζουν

-τίποτα δεν ηττήθηκε προηγείται η αποπλάνηση -

πρόγραμμα που παρέλυσε στον δίσκο τον σκληρό
λευκό σεντόνι στην σκηνή
χάθηκε ο ρόλος ήρθε ο θεός.

Βαμμένα σπίτια από μετάξια
κρόσια ιστορίες φωτιστικά τρεμάμενα
ίσα που κρέμονται σε τοίχους
αγαπημένα κι έρημα πια
σαν αποτσίγαρα σε θήκες δίχως τσιγάρο
μόνο καπνός νοσταλγίας του άπαιχτου κόσμου.

Δεν βρέχει φως να με ζεστάνει
όταν σηκώνω το φουστάνι
άδεια εικόνα πλήθος χαρμάνι
αποστολή
τα σχήματα με εξαναγκάζουν να οριοθετούμαι
ξύστρες για κοφτερές μύτες μαρκαδόρων
κομματιάζοντας τα ίχνη  της σκιάς
μουτζουρώνουν τον κύκλο και χάνω την έξοδο
βαμμένη κύκλος ζαλίζομαι
σαν πικρόγλυκο  στο βάζο νερατζάκι
να δαγκώσω την πίκρα να πηδήξω έξω.

Φτέρνα σκληρή
για να βυζαίνει μάτι η φωνή
ρωγμή γαζώνει την άπληστη στιγμή ,
παπουτσάκια λιωμένα σε καιρούς ανταρσίας
σκιαγραφώντας παλάτια στην άμμο
και κουβαδάκια να πίνουν τα πουλιά νερό
να έχει δροσιά ο ουρανός
χτίστες χρυσής τομής στο αδιαίρετο δι' ευχών *





Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

Η εικόνα αυτή με ξεπερνάει



H εικόνα ετούτη με ξεπερνάει
πόσο με θέλγει να με οραματίζονται οάσεις
που προσκάλεσα
να ταυτοποιείται στα γήινα η επιθυμία
να εισέρχομαι σε ιερά και όσια
γρίφοι να με κερδίζουν , να χάνω , να λύνομαι
να ενσωματώνομαι σε κρυστάλλινα βασίλεια
αναιρώντας.

Η ομορφιά  μες σε λευκές κουρτίνες  ξηλώνεται
να κυττάζουν όσοι ζήτησαν παραδομένοι
κρυμμένη
συλλέκτες παρθενικής αγνότητας
κι ας μην μοιάζει  καλοκαίρι εξ ορισμού
μες στο κουκούτσι απ΄' το καρπούζι ,
χτυπάει η καρδιά στη θάλασσα
αρκεί
να υμνώνται τα ευαγγέλια
κι ας λένε ό,τι θέλουν τα ρολόγια
προσκυνητές σε οθόνη χιλιοειδωμένη
στα σύμπαντα.

Όπου να 'ναι θα σημάνουν οι καμπάνες
το σήμα το από αλλού φερμένο
όντας η φλόγα ολονών
καίγοντας τα φθαρμένα
ας κοσκινίζει τ'άφθαρτα μες σε χρυσά περβόλια
 οι καλαμιές θροίζουν
θείο αεράκι να δραπετεύει  το ασυνείδητο.


Σαν σε χαράξει το χρυσαφένιο ονείρεμα
δεν έχει γυρισμό σε νέφη που δηλητηριάζουν την παλέτα ιερουργιών,
ναρκίσσα προπαγάνδα , τυφλή αγύρτισσα
εξαργυρώνεις κολασμένων ουλές κόντρα και λησμονιά μου
 χαρμόσυνα μυστήρια σε πίνακες του Van Cogh  .


Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Ρωσσικος χορος





  Λιγο πιο παλια
πιο κοντα στο ιδιο σπιτι ,
ιδια εποχη
καβουρντισμενο αμυγδαλο
ρευστο σαν γαλα κοιμωμενης στο παταρι
αδιορθωτα διορθωμενες μνημες
γραπτα με κοκκινο παντα μελανι
σαν τριανταφυλλο που σταζει κερασμα 
στον κοσμο αγγελικων ταματων .


 Η ιδια μπαλαλαικα  παιζει
την θεα που εδυσε
με γυαλια μιας αλλης υποψιας
κλειδωμενη στ' αναλλοιωτο θραύσμα 

χανοντας χρονο
κερδιζει χρονια ξεκλειδωτα
αλιευμενη συχνοτητα μεσοδιαστηματος εληφθη .

Προσευχη που περπατησε στο απεναντι μπαλκονι
ημιφως και φρενο πουθενα ορατο
βλεπει θεο μοναχα διχως σχεδια
 μα με σχεδία ,
φωνη απο μερος παλιο
θρονος στον θρονο
κι ενα σκαμνι υποκλιση.

Μελωδιες παλιές φλερταρουν για κουρδισμα
αγριμι σε φωτεινες σου αντανακλασεις
σκιες αποδομουν το ευθραυστο
που σε ζαλισε
ποιημα
συλλογισμοι , στροβιλισμοι μες σε μια νυχτα
κοιμησαν το ψαλτηρι
κατεβασαν το δακτυλο το κρυψαν στην καρδια
κι ας ψελνεις.

Το κουτι που κλειστηκα βρεθηκε αδειο
γεματο καραμελες που αγαπω
οχι γλειφιτζουρια απο καμμενες τζουρες
αποσαφηνιση καμια
αποφαση κάργα χιλιοπαρμένη
σπαθι ορθωμενο μενω
παραδινομαι στην μουσικη των παντων.


υγ κατ ευθείαν από Ρωσσία η μπαλαλάικα
-11 χρονών .....- θα ήθελα να ξαναπάω
μόνο που δεν ξέρω να παίζω ...
μια πλάνη ανατέλλει

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Η γάτα




   Μεγάλη ιστορία να τα λες μ' ένα δέντρο ,
   ν' ακουμπάς
 πίνεις νέκταρ με τους αλκοόλες της γης
 ε-ξημερώνεσαι ,
απ' το μηδέν γειώνεται ο καρπός
σε πιτσιλάει αρχέτυπα
στερεύει προκαταλήψεις καταλήψεων
χωμένες στα μουλωχτά των νευροδιαβιβαστών

από κούνια μπέλα μπελάς
επεμβαίνοντας
στην θολωμένη μνήμη ενός ηλιόσπορου.

  Όπου πάω βρίσκω την γάτα μου
μην το παρακάνω και με πιάσουνε κορόιδο
το νού μου στο ιστό που ξεμπέρδεψε
τσιγγάνες ηλιαχτίδες ,
αντιστάσεις ,περι στάσεις, παρα στάσεις
καλοντυμένα ζητιανάκια΄ μπουκωμένα στον κορμό
σπασμένου σάκου
μ' αμνιακό βασιλικό πολτό αλαζονείας.

  Βασιλικός σκέτο
  στον πυρήνα αφαιρετικός.

  Τίποτα δεν πραγματώνεται
 σε δάσος με τιγράκια
 μονάχα ποταμός μελωμένος δροσίζομαι
 τα έλαια με μεθούν ως το κουκούτσι.

Μην τα σκοτώσεις κυνηγέ
κοίτα τα στα μάτια
σαν διακρίνεις τον λόγο έλευσης
θα είναι επειδή τυφλώθηκες απ' το φως
ως και το όπλο θα ντραπεί για παραπλάνηση


Η γάτα δε με πράσινες ματάρες
σίγουρα φωσφορίζουν την νύχτα
λες να είναι νύχτα από φώσφορο
ταξίδι ανατολής  δύσης
 ή αποσκευής ιέριας μνήμης ;

Ας αποκοιμηθώ να κλέψουν νύχια οι ρίζες
χρυσό ονείρεμα των βάλτων.

Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Μακάρια θολούρα

  
    Μακάρια  η θολούρα των ημερών
ίσως να κρύβει κάτι
στα πιο δυνατά φεγγάρια ,
μάτια ανοιχτά δίχως να βλέπουν ,
ακαμψία του νήματος ξανά κουβάρι 
"στένεμα " του απείρου που ανταμώνουμε
χώμα  ασυδοσίας παράχωμα 


 μαριονέτες πλανόδιων μασκοφόρων
εμείς ή οι άλλοι

 κι άλλοι  κι άλλοι
τα πιο σωστά μας λάθη 

κεντήματα στο πεπρωμένο 
ποτέ δεν αυθαδιάζει
ξηλώνει φτύνει εξιλεώνεται.

  Σελήνη τσαλακώσου
να έχω αντίκρυσμα για πόθο
φλόγα ευελιξίας άναψε τα αναπάντητα
μα μην τα μαρτυράς ,
η σιγουριά ζωή σε κλέβει
φέξε κι άκου δυό  ψέμματα κι απόψε.

 Στήνει παγίδες το φεγγάρι
κόντρα σε αυτό που θέλει να φανεί

_ίσως γιατί επεμβαίνουμε στο φως
πριν σκοτεινιάσει
στα κλεφτά πριν σκάσει το υπόγειο κύμα _

το πνεύμα έχει μπέσα σε ό,τι συμφώνησαν
 τα είδωλα πριν προσπεράσουν
 και λαλήσει ο πετεινός.

  Γίνουν σκόνη σκόνη σκόνη
αστερόσκονη
από ερείπια σκόνη πυκνή 
έτσι για να επιμένουμε στο απρόβλεπτο
 στο από Αλλού φερμένο χαλινάρι .

Σάββατο 14 Μαΐου 2016

Φίλησα τον Μάη



 Φίλησα τον Μάη
χάδι ήλιου διαπεραστικού
σε νυχτωδίες απόκληρες
απ' του οργώματος τα πάθη 
τον γεύτηκα στον ουρανίσκο 

μοσχοβολάει δυόσμο από την λαική της γειτονιάς
μάτια αναστύλωσης

μετάνοια στα κεκτημένα από λάθος.
 

Με δοκιμάζει ρούχο αφόρετο
καθαρτικό
προχωράει βαθύτερα
ακόμη πιο μέσα στους κρυμμένους σπόρους
όνειρο και ξαστεριά μου
πρωτύτερα σαν αύριο
χθες που μέλωσε τα τρυπημένα .


Κι αν μάτωσα 

στο παραμιλητό του πλήθους
δικό μου γινάτι

-συγχορδίες λιμαρισμένες

δέρμα βαθύ επουλωμένος απόηχος
άλλες με ξόρκι από μαύρες θάλασσες στον ύπνο -


συνήθεια στο κοτσάνι
αλλοτινή αρπαγή για στύψιμο
τίποτα τώρα
τίποτα
μόνο χυμούς ανατολής
ίσως γιατί τον φόρεσα ολόκληρο
πήρα το ρίσκο , υπάρχει.

  Δέχτηκα
τον θέλησα πολύ αποδέχτηκα
 μετατόπιση της χρυσαυγής 

στο τρίτο μάτι ,
εκτεθιμένες πτήσεις
πρόποση στην εσοχή της άνοιξης

ένιωσα ρίζα μια.





Με μύρα







Με βαγια και μυρα σε ραινουν σημερα Χριστε
εσενα που νικησες τον θανατο με θανατο 
χαραξες τις φλεβες σου 
και κοκκινησαν τα ονειρα
τυφλωνεις αστρα να φωτιζεται η ψυχη
μαλακωνει τα γηινα ψευδη
εξω απο το πλεγμα της Σεληνης
στην λαγνεια της περιφερειας
τα εξω ολα.

Αδειασε .

Δεν εχει σημασια η νυχτα
αλλα ποια ωρα νυχτωνει
να χωρεσει κι αυτη στην σαρκα
να ξημερωσει με φιλι 

που προδοθηκε γι αληθεια.

Μετουσιωσε σε ουρανο
ταπεινωση στο αγνωστο
και στο βασιλειο της φθορας,
μακαρια η αφθαρσια του απειρου
θρεψου
γινε αυτο που εισαι
μην ψαχνεις για ορισμους το στενευεις
ριζωσε στην προελευση
σε οτι ακομη δεν ειδες ακομη  .
Ακομη.

Ολοκληρη επ ανασταση αυτο το Ακομη.
Γεννεσιουργος αιτια ,

προ(σ)θεση ζωτικη.

Παντα θα σταυρωνονται τα ποιηματα του δεν
αναγενναται η φλεβα κι ο παλμος σε Ενα
τολμη αθανασιας παραμονες ελεους .

ατιτλο

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

ατιτλο

                                                                                              Νοεμβριος 15

γιατι η ζωη θελει ν'αφουγκραζεσαι την καθε στιγμη 
μεσα απο νοτες μεσα απο οτι γυμνο κι αβεβαιο
Υπαρχει 
την ωρα της συλληψης
να ρουφας με λυσσα την σταγονα της βροχης
σαν μελι που λυτρωνει
σαν βαθος που ανασταινει τα σκορπια
κεντημενη ταυτοτητα σε φρεσκο μελανι
-αποσταγμα μυσταγωγιας -
κι επειτα κολυμπα στο βαπτισμα
κι επειτα σιωπη , κοκκινος ουρανος
μεταληψη
βρεγμενες φτερουγες , αιμα ζεστο
και ξανα η μουσικη που λιωνει στα σπλαχνα
το προηγουμενο λεπτο χαθηκε γα παντα
ακούς τι εμεινε ; ~