Κυριακή 14 Αυγούστου 2016

Πίσσα


Φλογισμένες παραισθήσεις
πυρετός που ξεπάστρεψε διχασμένους ιούς
νύχτωσε
φοβήθηκα τις ουρές που περονιάσαν το κορμί μου
βγήκα από το ψυγείο που είχα ξεχάσει το μυστικό
στο βούτυρο με την μαρμελάδα
ήλιους να αλείφω στα αυθεντικά κι αμελοποίητα
που είχαν σιγήσει σε βιβλία με χαμένους σελιδοδείκτες .

Μαύρα κουφέτα έριξαν στα βλαστάρια των κυττάρων μου
αντί για άσπρο ρύζι κόκκοι βουνά
κορυφή κι ηλιαχτίδα να παντρεύονται ταπεινά
σμιλεύοντας ευθύνες κατεψυγμένα αίτια
κροταλίζοντας ο πόλεμος σαν παγάκι την ψυχή .

Τσιγγάνικο ανοσοποιητικό
γαρούφαλο στ 'αυτί και πονηριά στο μάτι
ήθος ποιεί πανάρχαιο τρώγοντας βέλη
εναντιωμένα στην γαλήνη ,
τρολαδόρους εκτελεστές σπλαχνικής ευφορίας
να νομίζουμε ότι "πέθαναν"
προσκομίζοντας δόλωμα δικαιώματα νεκρών ,
την παίζουν και ξεκουφαίνονται νυχτερίδες
από το μαράζι της τρύπας το μπέρδεμα στον ιστό
κρεμασμένης ανάποδα στη σπηλιά .

Σκορπιοί ευνουχίζουν το μελιστάλαχτο
γουστάρουν δηλητήριο αναισθησίας
κοιτάζονται κάτω από πέτρες δίχως να σπάζουν
να ελευθερωθούν καρδιές
κι είναι περήφανοι γι αυτή την μαλακία
τόσο που η ματιά του πελάγους
στραβώνεται ματιάζοντας αυτόν τον εθισμό .

Θυμιάματα καμμένης φλέβας
λιτανείες της μέγγενης στίβεται ο ανεπιθύμητος κλήρος
το κόκκινο και το αγνό ρέει θεό
πνίγομαι βουτώ στου διπλανού το αίμα που γλίτωσε
να πάρω ανάσα
-Άγγελοι παραβιάστε τις θηλιές σε ό,τι δεν λύνεται -
λειχήνες γλεντούν τα ρουφηχτά φιλιά τους
αφυδατώνοντας κάθε συναίσθημα ,
τους θηλάζουν λύκαινες να ημερέψουν
μα κι αυτές τις δαγκώνουν

- να μην χωράει Χριστού χεράκι να μαλακώσει τον ύπνο
να τον καταβροχθήσουν οι άγιες παραμάνες -

Σηκώνονται από τάφους αναπηρικούς
προσβάλλοντας ακόμη και την λέξη αναπηρία
βιτσιόζοι αλιευτές πλαγιασμένης συνείδησης
ατέλειωτα χιλιόμετρα στην εθνική παιδί
προσπερνώντας νταλίκες με κάρβουνο
-κάποιες μας πέρασαν
κολλήσαμε στις αναθυμιάσεις του ψεύδους -
κι ετούτο το μοχθηρό χαρακτικό
ξέμεινε να πληγιάζει τις γραμμές της ορατότητας .

Η αλήθεια θέλει αρχοντιά
δεν γδύνεται σε δισκοπότηρα με κομμένα λαρύγγια
ξεφωνητά βιασμού να γεννάς ξανά
φτύνοντας γονατιστή αμαυρωμένους σταυρούς
να χρεωθεί κι άλλο αίμα η ανάσταση ,
τσιράκια εωσφόρου εν το λές
δήθεν για το προπατορικό σφηνωμένη σύφιλη στα αχαμνά
πάλι δεν αμάρτησαν με αγίες
μια Εύα τους απέμεινε παρηγοριά ο λάκκος λύκος .

Πείνα στο μάτι αυτή η φτώχια
γδέρνει τα σωθικά
τ'απλώνει στα σχοινιά
παράσημο στην ξεφτίλα του γείτονα ,
ευγνωμοσύνη καμία
στις χάρες της Παναγίας προεόρτια
μαυρισμένο τριαντάφυλλο μου 'πρηξες το συκώτι
κι εγώ σου 'χα στρώσει κόκκινα ροδοπέταλα να περπατάς
ρίγος και δέκατα το καλοκαίρι ξερνάει στο πέλαγος πίσσα καυτή.


Δεν υπάρχουν σχόλια: