Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

χωρίς παράθυρα




 Φράσεις αποκολλήθηκαν
απ’ τον προορισμό τους
σαν ένα ωάριο που αργοπεθαίνει
αγονιμοποίητο
δίχως να δώσουν νόημα
σε μια ιδέα συλλογική
που πάλλεται να παραχθεί.

Ίσως γιατί δεν άντεξαν
να δουν πιο πέρα.
Ίσως γιατί οι άνθρωποι
μιλάνε χίλιες γλώσσες
που τις κρατάνε μέσα τους
να μην μεταφραστούν.

Σαλεύοντας σε άδειο σπίτι
χωρίς παράθυρα
ν’ ανοίγουν όταν νυχτώνει
με γείτονες που κατοικούν στο τίποτα
και πίνουνε στο χθες.

Σε ό, τι   μοιράστηκε εξ' αρχής
κάτω απ’ την ίδια στέγη
μα κόπηκε άνισα στη διαδρομή
σαν  μισοφέγγαρο αδειανό
που έστρεψε αλλού το βλέμμα.

Ιδέες που ζαλίστηκαν
να ψάχνουν ένα σώμα
 να βλέπει με τα όργανα ,
να σβήνει με τα μάτια
όσα πηγάζουν απ’ το εγώ
που σιγοκαίει οράματα
όπως το σπίτι η φωτιά,
όπως  το νου το λίγο.

Πορεύονται μοναχικά
τον οίστρο ν’ ανακτήσουν,
θεμέλια να μπουν γερά
σε μια πορεία ανυψωτική
το όλον ν'αναστήσει.

Τρίτη 13 Απριλίου 2010

Ένα κλικ

Ένα κλικ
 χρειάζεται για να συμβούν
μεγάλα λάθη ,
εισχωρόντας  σε μη αναστρέψιμη τροχιά
 κι αφού διακτινιστούν
καμπυλωτά να διέλθουν
από το ίδιο εστιακό σημείο.

Ένα κλικ
είναι ικανό να χαράξει
πορεία δίχως γυρισμό.
Το προκάλεσες να συμβεί
θέλοντας να ρισκάρεις.
Μαγεύτηκες απ'τη χροιάς της φωνής
που άκουσες μέσα σου να τρίζει.
Συνειδητά παραδόθηκες.

Ένα κλικ
 μετατοπίζει ό,τι δεν φάνηκε
και τρέχει ανυποψίαστα
έτσι ευτραφές ως έγινε
να προσπεράσει.

Ένα αστραπιαίο κλικ
 απαθανατίζει τη στιγμή
σημαδεύοντας ακούραστα
την περιρέουσα ύπαρξη ,
μα ίσως σωστά να έπραξες
ανοίγοντας τη χαρμόσυνη πύλη
σε όσα πεθύμησες βαθύτατα να ζήσεις.

Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Φτερούγισμα

Μες στον αναστεναγμό σου
ταπεινοσύνη δίδαξες
όταν με ξόβεργες τα πόδια σου τρυπούσαν
και η λαλιά που έπαψε
έσταζε ανθό
και μύρα ευωδίαζε το σώμα σου
όταν το αίμα στράγγιξε
και πότισε το χώμα
μέσα στην αγριότητα ξεπρόβαλε αγιοσύνη.

Παρέμεινες στον ουρανό
σε φως γαλάζιο ξαγρυπνάς
λείπεις μα είσαι δίπλα όπως λες,
κατέβαινε πιο χαμηλά
να γίνουν όλα πράξη ,
η απραξία να κλείσει
μάτι στ'άδικο ότι την είδες.

Εσύ ανέστησες το ρίγος
από αλήθεια καμωμένο
που στην ψυχή φωλιάζει ,
τ’ αγκάθια καίει με λησμονιά
και στο καλό προσάναμμα τα τάζει.

Μήπως τα χρόνια πέρασαν
κι οι ώμοι σου κουράστηκαν
να κουβαλούν οδύνες;
Μήπως για την φωτιά που άναψε
οι θάλασσες στερέψαν;

Σβήνουν κι ανάβουν τα κεριά
σαν τα θωρεί η ματιά σου ,
στα πέτρινα τα λόγια τους
που τις ευχές της νιότης σου
κατάρες περιζώνουν
δίνοντας σάρκα στο δάκρυ
που με μοχθηρία κατρακυλάει και ζώνει.
Να βασιλέψει τ' άσπλαχνο
γένος προσδοκά.

Μέσα από τα χέρια σου
γεννιούνται δυο πουλιά
που φτερουγίζουν την αυγή
το ένα κουβαλά ένα κλαδί
με ζωγραφιά εσένα ,
την αλλαγή του κόσμου κελαηδά ,
τ’ άλλο ρίχνει στον ποταμό λευκό χαρτί
μαύρο μελάνι να χυθεί
να το ξεπλύνουν τ’ άστρα.

Προσμένουμε
το μέλλον που ανατρέπεται ,
η αγκαλιά μας θα είναι ανοιχτή
όταν αποφασίσεις Πότε.