Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

Ο άνθρωπος γυαλί



 Χρόνια αυτός ο άνθρωπος γυαλί
καθηλωμένος
κοιτάζει λαίμαργα το συντριβάνι
βουτάει μέσα του
ξανά και ξανά 
μα σαν να μην βρέχεται ποτέ
δέντρο ζωής διάφανο να γίνει
να ποτιστούν κι οι ρίζες να γλυκάνουν
να ξεθυμάνουν τα αποσιωπητικά
συν αρμο λογήσ εων 

σαλτάροντας για το μεγάλο σάλτο
άρ(ω)μα αγέννητο ως τα χθες.

  Τι κι αν στραγγίζουν
τα γυαλιά από την βροχή
αντανακλάσεις ικεσίας
δεν σπάει να μιλήσει
ν' ακουστεί ζαλισμένος έστω
από τον μαγεμένο Λόγο
με μάτια χελιδόνια μετανάστες έστω 

_κάποιος πουλάει το βασίλειο του
για ένα Άλογο
καλπάζοντας μέσα από θρόμβους νύχτας πηχτής
στο ξέφωτο αίμα ,
αφθονία με μια λάθος κίνηση
αντί για χρόνιες σωστές αντιπαραθέσεις _
όχι θραύσματα του ποτέ και γιατί
τι πανοπλία θα έχω ύστερα
κύμβαλο αλαλλάζον
ποιός να προσμένει
χάνομαι.

Σώπασε.

Λες καμιά φορά η ζωή
είναι πιο μαβιά από τα σύννεφα
μα δεν ξεβάφει μυτερές απολήξεις
τίποτα δεν τον διαπερνά ;

Όσο για τα αχανή περάσματα
ούτε λόγος
εκεί μπροστά στα μάτια του
θα φτύνει το άπειρο
ασυμβίβαστος με ότι δεν φαίνεται
με μια θέα παραγινωμένη
έτοιμη ν' αφανιστεί . 

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Τσιμπιδάκια ευνούχων



  Παραπατάω στις μύτες των ποδιών
μην τύχει και πατήσω ψέμματα
μεταμορφωμένα σε κατσαρίδες
συμπαράστασης .

Με πιστεύουν.

Ξυπνάω με ίλλιγγο γύρω από πτώματα
παραμυθιασμένη δήθεν για το αποτέλεσμα.

 Ζητάω  αυτός ο έρωτας να στυλωθεί
 με το κεφάλι στο χώμα
 ερειπωμένα δώματα
-όλο και κάποιο ηρωικό στοιχειό θα πεινάει
για ενοικίαση-   
 ευάερο ευήλιο ας γίνει το εύρος της αναστύλωσης
μην αναποδογυρίσει ξανά το πεπρωμένο
και μας κεντήσει σταυροβελονιά στο έγκαυμα του σύμπαντος 

-άναρχη  συνουσία με δικάζεις
εκσπερματώνοντας με αυτόν τον άλλον -

Τις νύχτες στήνει ποντικοπαγίδες
τις μέρες  φαγωμένο το τυράκι 
μισώ τα ποντίκια όταν παρεμβαίνουν
οίκτος αποδιοργάνωσης
σε ότι καλό έχει απομείνει στην ψυχή
σε ποιόν προβολέα κοιτάς;

 Να τον σβήσω ;

Πώς;


Κλονίζεσαι σε μεταχειρισμένη αλυσίδα
δεν το σκάει η φωνή προνύμφη  από τον κρόταφο
ούτε στον πιο βαθύ κατακλυσμό
να ενωθεί με πεταλούδες στον αμφαλό .

Τάξε τα έρμα στο έλεος μιας αρπαγής 
σαν φούσκα ακαθαρσίας μας τρυπάνε
τσιμπιδάκια  ευνούχων. 


Πώς κούμπωσε τόσο οικεία η μοίρα του
σε αυτόν τον δολοφονικό καθρέφτη
ο γκρίζος της συγγένειας οπλισμός
η  χρόνια χαμένη εκπυρσοκρότηση
στου ήλιου την ραγισματιά.


Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Στέρνα 28-8-16




Μαρτυρα μου μια θαλασσα
αν ειναι μυστικο
που πνιγηκε
εστω σε στερνη σελιδα ποιητων
την στερνα
-της μονακριβης ερωφλεγους πηγης
το μερακι να ανταμειφθει
της φλογας της το γεμισμα
με κοκκους χοντρο αλατι κλειδωμενο
προσαναμμα σε σπιτια ελευθεριας -
τοτε να εκτυπωθει  της σταχτης το αναφιλητο
διατριβη στο ασεινηδητο κυμμα
κι ενα ματσακι ποδοπατημενης φωλιας
σε λασπη αθανασιας ,
στιχος και θυμιατο
οι αγκυρες των ματιων σου
εξοριστοι γδυτες  δεσμιων τοπων.

Τι με τυπωνεις σαν ομηρη φλεβα
σε βαμπιριων τον θορυβο
ακομη επωαζονται οι ρουφηγμενες χαρακιες

-αν μη τι αλλο τεντωθηκα και ηπιες
απο τα κερασμενα σου -

ρωτα τις ουρανιες κολυμπηθρες
αν εκτοπιστηκα στης βουτιας το λαδι
μες στις παλαμες των Θεων τα γραμματα*

γραμματοσημο σε φακελο διχως παραληπτη
κι ολο ρωτουσα τον ταχυδρομο
τις νοτισμενες κουρτινες εστιβα
αν σπαρασεται μια λεξη και για εμενα
 συνορων ανευ.

Στο δαχτυλιδι του παροντος συννεφου
αλητευει η βροχη μου
ομοιο στο ομοιο με προσημο αρνητικο
ετσι κι αλλιως θα δυσει
αιωνια ανατολη της αστραπης
σε κανακευω
κι ας μου μαθαινεις τις πραξεις
απ τα τελειωμενα κοντρα στο αρχικο πεδιο .

Αναποδογυριζω
τα φυκια πρασινιζουν ουρανο
απο τα ξυπολητα πελματα της ανασκαφης ,
εκλαμψεις
φυση μεσα στη φυση
στου βυθου την προσευχη
σεινηδητη διακλαδωση σπαρμενη
ουρανια τοξα.