Σάββατο 28 Αυγούστου 2010

Το τέλος να 'ναι αρχή ~ song~

Ώρες αμέτρητες μ’ εκείνο που σκοτώνει
η Ιθάκη ίσως βαρέθηκε και πια δεν με καλεί
σ' άγνωστο τραίνο μια ανάσα διεκδικεί
όσα της κλέψανε κρυφά κάποιοι αγύρτες νόμοι.

 Άσωτος δρόμος η ανάγκη που καλεί
ίσως ο χρόνος να την έχει προσπεράσει
μες στα ξενύχτια μου ζωγράφιζα γιατί
o στεναγμός είναι σκιά πικρής οφθαλμαπάτης.

 R Σε ουρανό όλο φωτιά δίχως πουλιά
καίει το πεπρωμένο
σ' άγριες θύμησες ξοφλημένοι καιροί
τα όνειρα ψιθύριζαν το τέλος να' ναι  αρχή.

Σε ό,τι εσύ δεν πίστεψες είχα παραδοθεί
τη φυλακή μου έχτιζα με σφάλματα δικά σου
πώς να αλλάξεις με το ζόρι μια ψυχή
η ομορφιά θα σέρνεται τυφλή παραδουλεύτρα.

Στο πουθενά η έξοδος χαμένο το κλειδί
ελεύθερη κοιμόμουνα όταν ήμουν παιδί
σαν λαβωμένος πρίγκιπας μου φώναζες  γιατί
κορώνα γράμματα παιγμένη η σιωπή.

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Άσπρο -μαύρο



Άσπρο -μαύρο 
η πόλη αδειάζει κι η ανυπαρξία αλητεύει σε καιρούς αναρχικούς .
Απροσποίητος ο τρόπος που περπατάς
κρατώντας το τσιγάρο στο δεξί χέρι
κι οι χορδές των οργάνων
φλερτάρουν θρασσύτατα ό,τι ποθούν.
Το θέλουν δικό τους.
Κι ο ρυθμός ακολουθεί.

Δεν βρέχει
μόνο ο αέρας μας ξεσηκώνει με τσαχπινιά
κουνώντας την ζωή μας πέρα δώθε
επειδή έτσι του ψιθυρίσαμε
επειδή έτσι μας αρέσει
με τα ψάρια να πηδούν στο νερό
τα κοράλλια να κρέμονται στο λαιμό
και τα όνειρα να γέρνουν στην αύρα της αρμύρας σιμά.

Βουτιά από ψηλά.
Πανοραμική θέα.

Ίσως να μην την ξαναδούμε ποτέ.

Άνοιξε



Άνοιξε
σ' άγραφτους δρόμους
φωνάζω ν' ακούσω
τη ζωή μου.
Kανένας θόρυβος,
μετράω και λιγοστεύει.

Άνοιξε...

Στροβιλίζομαι ανάμεσα στις προσδοκίες
που δεν χόρτασα ν' ακολουθώ
και το παράδοξο
του λεπτού σχοινιού
που αντιστέκεται στο περπάτημά μου.

Ποιός επιθυμεί ;
Tα περιθώρια στενεύουν.

Η μέδουσα παραφυλάει καρτερικά
για ένα μου κοίταγμα ,
να στείλει αποθέματα κοινής προέλευσης
σ' εκείνους που λύγισαν
πριν κατεβούν.

Άνοιξε ...

Σ’ εμένα ;

Για κάποιον που έρχεται.

Μην κλέβεις
και μην λυπάσαι .
Φαινομενικά όλα δείχνουν
όπως τα συλλογιέσαι.

Μονάχα η πίσω πόρτα
μισοκλείνει αργά
την τελευταία στιγμή
αν την προλάβεις .

Άνοιξε...

Πιάσ'την γερά και πέρνα.
Μείνε.

Πίσω ποτέ



Νύχτα, μεσάνυχτα
και το πρωί
 γίνεται πάντα βράδυ.

Ανάλαφρες οι ώρες
 που περίμενα να ‘ρθουν
κι όμως δεν ήρθαν
μα είναι εδώ βουβές
μπροστά, ποτέ πίσω μου,
το παρελθόν με σκιάζει
 όταν φωτίζει τη στιγμή.

Πίσω ποτέ
μπρος μου λυγμός
κι οι ανάσες μου λαχάνιασαν
στη σκέψη
 να κλειδώνουν τη φωνή.

Κραυγή τυλίγει τη σιωπή
στον ουρανό ολόγυμνη την πάει
έσταξε πίκρα απόψε η βροχή
ήπια κι εγώ
σε φίλησα μα δεν με είδες
δεν μ’ άκουσες να έρθεις.

Σιωπή και πάλι μόνη
 εσύ,
ο θόρυβος στραγγίζει το κρανίο μου
πιο εκεί η φωνή που σβήνει .
Εμείς ανάψαμε κεριά
να κάψουμε τα λόγια .

Δεν έφτασες, δεν έφτασα
στη γλύκα του νερού
η μνήμη δεν συγχώρεσε
καίει αλύγιστα ακόμη.

Είναι ολόγιομο απόψε το φεγγάρι


 Σαν να μην το 'χω ξαναδεί
σαν να είναι  η πρώτη φορά
κάθε που γεμίζει το φεγγάρι .
Το τέλος δυναμώνει την αρχή
 και περιμένουμε.


Απροσδιόριστη η ελπίδα
που  κι αυτή  με τη σειρά της θα σβήσει ,
θα ξεχαστεί περιμένοντας τη νύχτα
 να φωτίσει πάλι το μισοσκόταδό της .

 
Στέκεις αμίλητος στη γωνία 
 δεν εστιάζεις  στο κέντρο
απαξιείς για τη μέρα που έρχεται

 Είναι ολόγιομο απόψε το φεγγάρι ,
δες πόσο αρχοντική γίνεται η ματιά του
όταν παρατηρεί εκείνους
που πέταξαν τα πανωφόρια τους.
Κρύωσαν κι αυτά να στέκουν χρόνια στη σκιά.

   Γυμνό  υποδεικνύει την πορεία
από το άδειασμα στο γέμισμα.
με μέτρο και  συνειδητότητα. 

Υπάρχει κάποιος να έμαθε τον τρόπο;

«Χάνω τον καιρό μου  αισιοδοξώντας
  ή αισιοδοξώ χάνοντας τον καιρό μου».
 

  
Μείναμε στάσιμοι
 κρατώντας τις στάχτες .
Χανόμαστε στα κουρέλια μας
που κρύβουν το λευκότερο ένδυμα μας.

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Ουράνιο συρματόπλεγμα

                                     M.Chagall /The creation of man


 Λευκό φτερούγισμα η ανατολή
μέσα τα χρώματα μαβιά
σαν τα δικά μου όνειρα
που  αργοσβήνει  η δύση.

Συρματοπλέγματα γεμάτα σκόνη
από ουράνιο τόξο
υψώθηκαν τη  μέρα ,
ήταν κρύο κι έρμο το νερό
ψιθυρίζοντας ότι δεν έχει γυρισμό
αν υπερβώ τα όρια
μπλέκοντας τα δεσμά της μοίρας.

Δεν αντιστάθηκα στο σύννεφο
 που σαν αερικό με φορτωμένους ώμους
 με σήκωσε ψηλά
ν’ αναπνέω  απ ‘ τον αέρα του ό, τι αναπνέεις .

 Να βυθίζομαι στη σκέψη σου
που  σκαρφαλώνει στις ακτίνες του τόξου
πιτσιλώντας τες με  σκούρο μελάνι  
στοχεύοντας να σε αποκτήσω.

 Ω, ήταν τόσο ελκυστικές
αυτές του οι  αποχρώσεις
ένιωθα σαν από δαύτες να 'χα γεννηθεί.

 Τι κι αν  ξενύχτισα
ν’ ακούω τους ψιθύρους  του νερού
προειδοποίηση  πικρή να  δίνουν  
χύνοντας δάκρυα στεγνά.

Τι κι αν γονάτισε ο ουρανός
που  τώρα στέκεις μακριά μου
τι κι αν το σώμα μου αγκάθια το τρυπούν .
Αν πάλι μια απόφαση μου ζήταγαν  να πάρω
το ίδιο συρματόπλεγμα θα πέρναγα γυμνή.



Όψεις


  Μέσα στο λάθος το σωστό
όψεις αντίθετες
κι ένα γυαλί διάφανο που με κόβει.
Τα βλέπω όλα φωτεινά
 σαν κλείνω τα μάτια.

 Έμπνευση λόγια τυχερά αντηχούν απ’ την πηγή
σαν ρέει αβίαστα στο χρόνο
τυπώνονται σ’ ένα λευκό χαρτί .

 Σκέψεις σε σκούρο φόντο ,
κάπου στο βάθος η ελπίδα που δεν κράτησα.

 Όψεις παντού και οπτικές
 κι οι εκδοχές πληθαίνουν.

Πολύ μακριά δεν έφτασα
όταν φοβήθηκα να προχωρήσω.

 Αδιάφορα περπάταγα  σ’ ένα στενό δρομάκι
δεν χώραγα σ’ αυτό ,αγνάντευα το πέλαγος
το νόμιζα μικρό.

 Τα μεσημέρια ο ύπνος μου γίνονταν ελαφρύς
όταν απ’ το παράθυρο άκουγα τα τζιτζίκια ,
τη νύχτα τρόμαζα να κοιμηθώ
 ήχος κανείς.

 Μέσα από μια αόρατη χρυσαλίδα
διασχίζω  το πλήθος, δεν μιλάω με κανέναν
μόνο ακτινοβολώ την έκφραση στα μάτια των ανθρώπων.

Τους βλέπω δεν  κοιτάζουν
βλέπω κι εσένα που δεν με είδες.

 Τρέχουν να προλάβουν
η επιστροφή ξεχνάει τα βήματα
κέντρο πουθενά
ενίοτε τους χαιρετώ
κάποιους διστακτικά άλλους με τόλμη.

Τα νήματα έχουν γερό σκοπό
ή κόβονται αν προσπεράσει
 ο πόθος που τα τρέφει ;

Φθορά






Δεν διαρκούν ολόκληρες οι μέρες
 χάνονται  μόνες και μισές 
στις φλέβες σταμάτησε να ρέει η προσδοκία
κι ατόνησαν οι αντιστάσεις.


Πορτραίτα με έκφραση οργής
 περιρρέουν σε επιφάνειες ρηχές ,
ως σύμπτωμα μιας άπρεπης κι ανούσιας ηλικίας
όπου η μικροπρέπεια γερά κρατεί,
όταν ακόμη οι άνθρωποι δεν γίναν ικανοί 
να εκπνέουν μεγαλοσύνη 
για χάρη της συνύπαρξης που είναι ιερό δοχείο.


Σε διαμερίσματα φτηνά επέλεξαν να ζουν
χωρίς μεγάλες σκάλες ν' ανεβαίνουν
 και με παράθυρα που ξέχασαν ν’ ανοίγουν,
κλειδώνοντας τα νήματα της ένωσης στα υπόγεια
κι η ατμόσφαιρα να εμποτίζεται αδάκοπα 
με την μικρότητά τους.

  Την διαφορετικότητα  φοβούνται να διαβούν
κι η δοτικότητα δεν βρίσκει οπαδούς  , 
στέκει αυτόνομη  στο μεγαλείο της σημασίας της
μα λυπημένη για την πρόθεση
στο ΔΕΝ να παραμένουν.


 Εθίστηκαν στο λίγο της φθοράς 
συνάμα και της αφθαρσίας
κι η απαλλαγή απ’ τον βρώμικο αέρα 
είναι άρωμα ακριβό που οι εκλεκτοί αντέχουν .


Ίσως δεν έφτασε για όλους
 το αγγελικό καλούπι που αγέρωχο ατένιζε. 
Ίσως να στένεψε απ’ την ευτέλεια των πολλών.

Πέμπτη 5 Αυγούστου 2010

Σαν το χρώμα της ώχρας


 Συννεφιασμένα κι ανόρεχτα
ξημερώνουν τα πρωινά
σαν έρχεται η ώρα της ανάκρισης
 με το εγωιστικό στοιχείο
 που ‘χει ένα χρώμα ώχρας
και μουδιασμένα χείλη
απ’ τα ρουφήγματα των στραγγισμένων πόθων.

 Στέκει απέναντι μου μειδιάζοντας
για τις νίκες του άκαμπτου πηλού
κάθε που ψάχνω  να διαφύγω
λαχταρώτας να κατοικήσω στο ξέφωτο
που εκείνο δεν ορίζει .

  Αλύτρωτες οι νύχτες
σαν ξεπροβάλλει η  μάσκα της αυτοταπείνωσης
μέσα από ένα ακαθόριστο ημίφως
κι η διεκδίκηση ζητά τον λόγο
για ό,τι δεν μου ανήκει.

 Σταμάτησαν να συμμαχούν τα φώτα
γύρω απ’ τις σκεπές που με φιλοξένησαν
όταν πεθύμησα να κατακτήσω λαίμαργα
κι έξω από εμένα να χρεώνω την ανάγκη. 
Φυγάδεψαν το νάρκισσο υφάδι
στ’ άστρα όπου το ένα τους μάτι ήταν τυφλό.

Ορατότητα


 Γόνιμη στιγμή 
ή ανούσια δευτερόλεπτα
υπερβαίνουν τη φαντασία
 που καλπάζει στον χρόνο.
 Δεν παραδίνεται
 ώσπου να προσπεράσει  
την μνήμη που αντιστέκεται .


 H πορεία αποκτά ορατότητα
καθώς η παρουσία αποκόπτεται  
από την αμφιταλάντευση που τη σκορπίζει.

  Άνθρωποι κλεισμένοι σε σπηλιές
με μάτια που συνήθισαν
ν'ανοίγουν τεχνητά
ο προορισμός δειλιάζει σε ανατροπές. 

Ρωτούν τα περασμένα
πότε θ'αποδυναμωθεί το στρώμα 
της άβουλης σκόνης
που υπνωτίζει την αιτία;

 Προ- χωράμε μαζί
μόνοι όπως και πριν
ίσως φταίνε οι αποστάσεις 
που δεν γεφυρώνονται
όταν η ελπίδα κρεμιέται στο σκοτάδι.
Ίσως οι μέρες φωτίζουν δυνατά
κι απομακρύνονται  όσο τις πλησιάζεις.