Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

ΜειΝε


ΜειΝε.

το φως ξενυχτησε
σωπαινοντας
κι εσυ μιλας για μιαν αυγη που δεν ειδες.
μπροστα σου
χαραζει η νυχτα που κρατας.

ΜειΝε.

λευκο
κι η αυρα του μελαγχολικη
χαμογελαει παρασυροντας με
να ζησω για οτι πιστεψα
κοντρα σ' εκεινο που αδειαζει.

ναι, μισανοιχτη μ' αφηνει
μετρωντας τις απωλειες του ειΝαι
με τα κομματια εκτεθειμενα να εκδικουνται
-αδιστακτο το βλεμμα με σκορπάει-
και πως θα ξαγρυπνω διχως τα νηματα του Αυγερινου
να υφαινουν την αποστολη μου;

ΜειΝε .

καταφατικα σου γνεφω
το οχι εχει μια αρνηση που επαψε να μ αφορα.
χερια ανοιχτα
αφηνονται στο καλεσμα γυμνα
λυγιζοντας τα παθη
που ετσι κι αλλιως θα προσπερνουσαν.


άτιτλο


Βίαια,
απoτρόπαια σημάδια
μ' εγκλωβίζουν στα ίχνη τους.
Στεγνά προδίδουν τα ανείποτα,
ευνουχισμένο ξέσπασμα  καραδοκεί.

Μιλάω.

Τι κενό που μοιάζει το γίγνεσθαι
όταν στερείται συνείδησης.
Ξέφτια από διακεκομμένους ορίζοντες ,
η άγονη οδός τους  απομυζά την εκ-πνοή μου.

Συνθήκη ευάλωτη
η ανάγκη  ματαιώνεται από αγύρτες νόμους.
Στα σκοτάδια δεν ξορκίζεται η παρακμή.

Άνανδρη ηθική  φοριέται στα υπόγεια.
Ξεπουλιέται το ήθος.
Κρατάω, ναι.
Για τη στιγμή που έρχεται.

Κρεμάνε κεφάλια γιατί έτσι γουστάρουν.
Ποιός ; Ουσίας άνευ.
Μακρυά από το ξέφωτο εσύ.
Εγώ να βλέπω.

Μόνο.

Αποφασίζει κι εκτελεί
το σύστημα της μετριότητας.
Χωρίς κατανόηση πιο δίπλα να ζεσταίνει,
η κάφτρα του τσιγάρου  λιγόστεψε ξανά.
κι η έννοια η συλλογική ξεψύχησε πριν να υπάρξει.

Απειλή,
όμως  ετούτος ο λυγμός ζωηρεύει ν'ακουστεί
-διχάζεται η διαδρομή-
Τα πόδια μου ακουμπούν τα βήματα
μα πάλι αλλού ίσως πάω.