Λευκό φτερούγισμα η ανατολή
μέσα τα χρώματα μαβιά
σαν τα δικά μου όνειρα
που αργοσβήνει η δύση.
που αργοσβήνει η δύση.
Συρματοπλέγματα γεμάτα σκόνη
από ουράνιο τόξο
υψώθηκαν τη μέρα ,
ήταν κρύο κι έρμο το νερό
αν υπερβώ τα όρια
μπλέκοντας τα δεσμά της μοίρας.
Δεν αντιστάθηκα στο σύννεφο
που σαν αερικό με φορτωμένους ώμους
με σήκωσε ψηλά
που σαν αερικό με φορτωμένους ώμους
με σήκωσε ψηλά
ν’ αναπνέω απ ‘ τον αέρα του ό, τι αναπνέεις .
Να βυθίζομαι στη σκέψη σου
που σκαρφαλώνει στις ακτίνες του τόξου
πιτσιλώντας τες με σκούρο μελάνι
στοχεύοντας να σε αποκτήσω.
Ω, ήταν τόσο ελκυστικές
αυτές του οι αποχρώσεις
ένιωθα σαν από δαύτες να 'χα γεννηθεί.
Τι κι αν ξενύχτισα
ν’ ακούω τους ψιθύρους του νερού
προειδοποίηση πικρή να δίνουν
χύνοντας δάκρυα στεγνά.
Τι κι αν γονάτισε ο ουρανός
που τώρα στέκεις μακριά μου
τι κι αν το σώμα μου αγκάθια το τρυπούν .
Αν πάλι μια απόφαση μου ζήταγαν να πάρω
το ίδιο συρματόπλεγμα θα πέρναγα γυμνή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου