Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Το νερό δροσίζει όσους διψούν


    Η Μέλπω βρέθηκε για λίγες μέρες στο χωριό που είχε χρόνια να επισκεφτεί. Εκεί πέρασε ανέμελα τα παιδικά της χρόνια σαν τίποτα να μην προμήνυε το απαξιωτικό ύφος των ημερών που διανύει σήμερα. Κάθησε στο κατώφλι της  εγκατελειμένης κουζίνας της  αγαπημένης της γιαγιάς -έξω στον κήπο-παρατηρώντας τη σκόνη που είχε μαζευτεί στο ξύλινο τραπέζι ,εκεί που κάποτε άνοιγαν  φύλλα οι δυό τους για την πίτα της Κυριακής.   Κοίταζε λυπημένη για ώρες κι αναρωτιόταν πού χάθηκαν όλα.  Η σκέψη αυτή της φέρνει θλίψη προς στιγμήν κι ας έχει περάσει καιρός.
    Τα μυρωδικά ξεχύθηκαν από τη μνήμη που ανέσυρε απ'το μπαουλάκι τις εικόνες που κάποτε έσφυζαν από ζωή κι αθωότητα.Η ποδιά με τις πράσινες τουλίπες της γιαγιάς, ο φούρνος με τα ξύλα , ο φρέσκος μαιντανός που μοσχοβολούσε καθώς τον ψιλόκοβε με τα χέρια της, οι σπόροι που έριχναν μαζί στο χώμα δίπλα από το σκαλιστό από πέτρα πεζούλι για να φυτρώσουν πανσέδες την άνοιξη και τόσα άλλα.
   ΄Ελαμψε το προσωπό της και τα χείλη της που ήταν μελανιασμένα από το κρύο πήραν χρώμα καθώς ξεπρόβαλλαν μια- μια οι εικόνες.  .Ακόμη και η  λεμονιά που βρίσκονταν στην αυλή κι έκανε σκιά με τα μεγάλα φύλλα  της στην αφόρητη ζέστη, την ταξίδεψε στο κίτρινο όπως τότε που κρατούσε λεμονάκια, τους "μικρούς ήλιους στα χέρια της" ,όπως έλεγε, που έσμιγαν με την Ανατολή. Αλλαγμένες σκηνές του σήμερα ναρκώνουν το χθες , δεν μπορεί όμως να το καταργούν.
    Ξαφνικά ακούστηκε η φωνή της μικρής της κόρης που ζήταγε να πιεί νερό από την βρύση στον κήπο. Την βρύση εκείνη που έσταζε δροσιά μέσα στο καλοκαίρι και ξεδίψαγε τις νύχτες της.  Προς μεγάλη έπληξη της Μέλπως , παρόλο το διάστημα που μεσολάβησε,   η βρύση έτρεχε το ίδιο κρυστάλλινο νερό όπως τότε.  Να ήταν κι από την ίδια πηγή;! Ποιός ξέρει ! Σημασία είχε ότι έτρεχε καθαρό σαν να μην το είχε ακουμπήσει καμιά σκόνη και  διάφορα χαζολοίδια των ημερών που θολώνουν.
    Χωρίς να το σκεφτεί λεπτό  και με μεγάλη χαρά , έδωσε στην μικρή να πιεί , ήπιε κι εκείνη κι άρχισε να της διηγείται τις πολύτιμες χρωματιστές  μέρες  που έζησε με την γιαγιά .
Η γεύση του νερού ήταν ίδια σαν τότε που ήταν κι εκείνη παιδί.  Ήταν η στιγμή που οι ρίζες της κι ό,τι όμορφο κουβαλούσε, θα έμπαιναν γερά θεμέλια για την ροή της συνέχειας και την θωράκιση του χαρακτήρα του παιδιού της απέναντι στο άνοστο ,άοσμο κι άγευστο κομμάτι που καραδοκεί στην γωνία μήπως κάτι έχει χαθεί και δεν βρίσκει τον δρόμο.
   Ένιωσε γαλήνη και ικανοποίηση συνάμα σαν μια αίσθηση χρέους στην ζωή αλλά και σίγουρη ότι τα νόστιμα ευγενή μυρωδικά μένουν ανέπαφα με τεράστιες δονήσεις δύναμης στο χωροχρόνο αρκεί να ξεκαθαρίζονται πότε -πότε από το μπαούλο τα περιττά . Είναι εδώ να συντονίζουν το παρόν.
 Μ' ένα χαμόγελο στα χείλη οι δυο τους,  πήραν τον δρόμο του γυρισμού στην πόλη. Η μικρή έχει σχολείο αύριο και πρέπει να ξυπνήσει νωρίς ,φρέσκια για τη επόμενη μέρα όπου θα συναντήσει τους φίλους της . Έχουν πολλά να πούνε .

Δεν υπάρχουν σχόλια: