Κρύωσε πάλι ο καιρός
στα φύλλα απλώθηκε ξανά η υγρασία
αλλόκοτη η όψη του φθινοπώρου αυτού
αλλόκοτο το ύφος των ανθρώπων
αγρίεψε κι άλλο η εποχή.
Κοιτάζω απ’ το παράθυρο
ανάβοντας το πρώτο πρωινό τσιγάρο.
Ο καπνός του με ζεσταίνει.
Κανείς δεν κοιτάει προς τα εδώ,
Ο καπνός του με ζεσταίνει.
Κανείς δεν κοιτάει προς τα εδώ,
κανείς δεν συναντιέται με κανενός το βλέμμα.
Κι εσύ κοιτάς αλλού.
Σκουριασμένες κεραίες πολυκατοικιών
γλάστρες με χώμα λιγοστό
τοίχοι που σε προκαλούν να πλησιάσεις
καθώς μοιάζουν με κάστρα
που ο αντίλαλος τους γεννά φαντάσματα
να συντροφεύουν
σαν μυριστούν ερημιά.
Αλύτρωτη η ώρα , αχόρταγο το μέλλον
με πυξίδα που τρέμει
πλάνες υποσχέσεις για ματιές λοξές
όχι ευθείες κι αντικριστές
άνθρωποι χαμένοι στις σκέψεις τους
σαν κάτι να τους απασχολεί
κάτι που δεν έχει σημασία για εσένα
έχει όμως για εκείνους.
Έπαψαν να μοιράζονται.
Κι εσύ ρωτάς γι’ άλλα
χωρίς να σ’ ενδιαφέρει αυτό που ρωτάς
έτσι για να ρωτήσεις κάτι
όχι όμως αυτό που θέλω εγώ.
Γιατί κι εμένα κάτι με απασχολεί όχι όμως αυτό που θέλω εγώ.
που θα με ανακούφιζε να διακρίνεις ,
να ερχόσουν πιο κοντά
να ερχόσουν πιο κοντά
αλλιώς εκεί θα παραμένει .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου