οι ουρανοί κοβόντουσαν τ’ αστέρια σπαρταρούσαν
σαν ματωμένες άμαξες που ‘σερναν γαλαξίες
κι εκείνοι έχαναν το φως να μην θρέψουν ό, τι αγριεύει την ψυχή
σαν ταρακουνά τον θυμωμένο άνεμο
ψάχνοντας για προσάναμμα στις άσωτες τις ώρες.
Τα δάκρυα στέγνωναν
επάνω στ’ άσπρο άλογο που χρόνια καβαλάω
ως να προφτάσω την τυχερή αχτίδα μου
που τη ζωή μου κλέβει
πουλώντας με σε ακριβές δύσβατες οθόνες.
Μοιάζει να συμπονώ τις άκρες της όταν μ'αγγίζει
γυρίζει, καθρεφτίζεται
κι όλο ξανασηκώνομαι δίχως να ξέρω πώς.
Ανέβαινα ανυποψίαστη
όταν μια αιθέρια μορφή μου έκλεισε τα μάτια
απ' το άλογο τραυμάτισε το ένα του ποδάρι
για να μην δω που βρίσκομαι
νιώσω ότι έφτασα όπου πρόσμενα
και σταματήσω .
Κι έτσι συνέχισα γιατί ήθελα να δω.
Ανέβαινα σαν έντομο μέσα σε ρετσίνι
η φλέβα μου ανατρίχιασε
όταν στη μήτρα ξαφνικά ρίζωσε νέα ζωή ν'ανθίσει .
Πέφτω απότομα στη γη ,την ιστορία να θυμηθώ
και να μου πει ποιά είμαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου