Μες στον αναστεναγμό σου
ταπεινοσύνη δίδαξες
όταν με ξόβεργες τα πόδια σου τρυπούσαν
και η λαλιά που έπαψε
έσταζε ανθό
και μύρα ευωδίαζε το σώμα σου
όταν το αίμα στράγγιξε
και πότισε το χώμα
μέσα στην αγριότητα ξεπρόβαλε αγιοσύνη.
Παρέμεινες στον ουρανό
σε φως γαλάζιο ξαγρυπνάς
λείπεις μα είσαι δίπλα όπως λες,
κατέβαινε πιο χαμηλά
να γίνουν όλα πράξη ,
η απραξία να κλείσει
μάτι στ'άδικο ότι την είδες.
Εσύ ανέστησες το ρίγος
από αλήθεια καμωμένο
που στην ψυχή φωλιάζει ,
τ’ αγκάθια καίει με λησμονιά
και στο καλό προσάναμμα τα τάζει.
Μήπως τα χρόνια πέρασαν
κι οι ώμοι σου κουράστηκαν
να κουβαλούν οδύνες;
Μήπως για την φωτιά που άναψε
οι θάλασσες στερέψαν;
Σβήνουν κι ανάβουν τα κεριά
σαν τα θωρεί η ματιά σου ,
στα πέτρινα τα λόγια τους
που τις ευχές της νιότης σου
κατάρες περιζώνουν
δίνοντας σάρκα στο δάκρυ
που με μοχθηρία κατρακυλάει και ζώνει.
Να βασιλέψει τ' άσπλαχνο
γένος προσδοκά.
Μέσα από τα χέρια σου
γεννιούνται δυο πουλιά
που φτερουγίζουν την αυγή
το ένα κουβαλά ένα κλαδί
με ζωγραφιά εσένα ,
την αλλαγή του κόσμου κελαηδά ,
τ’ άλλο ρίχνει στον ποταμό λευκό χαρτί
μαύρο μελάνι να χυθεί
να το ξεπλύνουν τ’ άστρα.
Προσμένουμε
το μέλλον που ανατρέπεται ,
η αγκαλιά μας θα είναι ανοιχτή
όταν αποφασίσεις Πότε.
ταπεινοσύνη δίδαξες
όταν με ξόβεργες τα πόδια σου τρυπούσαν
και η λαλιά που έπαψε
έσταζε ανθό
και μύρα ευωδίαζε το σώμα σου
όταν το αίμα στράγγιξε
και πότισε το χώμα
μέσα στην αγριότητα ξεπρόβαλε αγιοσύνη.
Παρέμεινες στον ουρανό
σε φως γαλάζιο ξαγρυπνάς
λείπεις μα είσαι δίπλα όπως λες,
κατέβαινε πιο χαμηλά
να γίνουν όλα πράξη ,
η απραξία να κλείσει
μάτι στ'άδικο ότι την είδες.
Εσύ ανέστησες το ρίγος
από αλήθεια καμωμένο
που στην ψυχή φωλιάζει ,
τ’ αγκάθια καίει με λησμονιά
και στο καλό προσάναμμα τα τάζει.
Μήπως τα χρόνια πέρασαν
κι οι ώμοι σου κουράστηκαν
να κουβαλούν οδύνες;
Μήπως για την φωτιά που άναψε
οι θάλασσες στερέψαν;
Σβήνουν κι ανάβουν τα κεριά
σαν τα θωρεί η ματιά σου ,
στα πέτρινα τα λόγια τους
που τις ευχές της νιότης σου
κατάρες περιζώνουν
δίνοντας σάρκα στο δάκρυ
που με μοχθηρία κατρακυλάει και ζώνει.
Να βασιλέψει τ' άσπλαχνο
γένος προσδοκά.
Μέσα από τα χέρια σου
γεννιούνται δυο πουλιά
που φτερουγίζουν την αυγή
το ένα κουβαλά ένα κλαδί
με ζωγραφιά εσένα ,
την αλλαγή του κόσμου κελαηδά ,
τ’ άλλο ρίχνει στον ποταμό λευκό χαρτί
μαύρο μελάνι να χυθεί
να το ξεπλύνουν τ’ άστρα.
Προσμένουμε
το μέλλον που ανατρέπεται ,
η αγκαλιά μας θα είναι ανοιχτή
όταν αποφασίσεις Πότε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου