Περπατώ μονάχος
μέσα σ'ένα άγονο
κατακερματισμένο πλήθος
παρέα με τις σκέψεις
να μου μακραίνουν τον ξοδεμένο ήχο
του μεθυσμένου εγώ που όλο ζητάει
και βουίζει στο στήθος μου.
Ανικανοποίητη
μα την θαρρούσες ευτυχισμένη
σα με κοίταζε μελαγχολικά
με τα ολοστρόγγυλα γλυκά της μάτια
με το διαπεραστικό βλέμμα.
Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών
όταν κατάλαβα και ντράπηκα.
Ω, τι ντροπή αλήθεια.
Κοιτάζω την μέρα που φεύγει
κλαίγοντας σαν παιδί
για όσα δεν πρόλαβα να κάνω ,
ψάχνω την αγκαλιά της μητέρας μου
να κουρνιάσω.
Όμορφη που ήταν θυμάμαι
μ'εκείνο το σμαραγδένιο φόρεμα
χορεύοντας βάλς
με την ορχήστρα να τρέμει
από τον παλμό των αλαβάστρινων ποδιών της
στο πάτωμα.
Μου άρεσε να κρύβομαι
κάτω απ' το τεράστιο φουρό της,
να χάνομαι από τους γύρω ανθρώπους
που με κοίταζαν .
Δεν καταλάβαινα αν ήθελαν κάτι από εμένα
ή απλώς κι εκείνοι όπως εγώ,
θαύμαζαν την μητέρα μου.
Οι κόρες των ματιών της
ώρες -ώρες γίνονταν γκρί
σαν πείσμωνε με το αλλόκοτο φέρσιμο μου .
Ροδοκοκκίνιζαν τα μήλα
στα ζουμερά της μάγουλα
και μου άρεσε,
επιθυμούσα να της ερεθίζω
τα νευρικά της κύτταρα
ω ,ναι, για να θυμώνει.
Τότε γινόμουν ολόκληρος
το κέντρο της προσοχής της.
Ονειρευόμουν συχνά
ότι ήμουν βρέφος και με θήλαζε
στο φιλντισένιο στήθος της .
Πόσο ήθελα να την αρπάξω απ'τα μαλλιά
και να ρουφήξω τους χυμούς που έσταζαν
οι μεγάλες ροζ ρόγες της.
Αν με άκουγε
στ' αλήθεια θα με συγχωρούσε;
Δεν απαντά αλλά ξέρω
ότι κι εκείνη το ζητούσε.
Γυρεύω την ελευθερία
που μου χάριζε η ματιά της
με τα βλέφαρά της ν ' ανοιγοκλείνουν
καθώς έπλεκε και κοίταζε το δειλινό.
Ελευθερία ήταν,
τι σημασία έχουν τα υπόλοιπα
μπρος στην απόρριψη του τώρα ή του τότε;
Θα τολμούσα άραγε να της εξομολογηθώ
ότι τ'αστέρια έπαψαν
να φωτίζουν τον ουρανό μου
από τότε που έπαψα να τρυπώνω
στα σπλάχνα της;
Πόσο με βασανίζει αυτή η σκέψη
σαν κλείνω τα μάτια μου τις νύχτες
με τον άνεμο να φυσσάει
τη μορφή της στο προσκέφαλο μου .
Αν ήξερε , αν είχε καταλάβει
πόσο ματώνει ο ορίζοντάς μου
κι η μέρα μικραίνει
σαν σύννεφο που σκορπά
ψάχνοντας τα ίχνη του να σωθεί.
Άθελα μου συνέβησαν όλα
εκείνη δεν φταίει,
παραμένει πάντα η Βασίλισσα μου.
Ο ένοχος είμαι εγώ.
Φορώ το καπέλο μου
βαδίζοντας σκεφτικός
με το τσιγάρο στο χέρι
σαν να κρατώ εκείνη
ψάχνοντας τη στιγμή που θα φυσήξει
την ίδια αίσθηση
γεμίζοντας τις φλέβες μου με την πνοή της.
Γυρίζω πίσω
κλείνω το μάτι πονηρά στον χρόνο
ζητώντας του ν'αλλάξει Κάτι.
Ίσως φοβόμουν αν άλλαζε
εκείνη η συνθήκη.
Ίσως να μην άντεχα ν'αντικρύσω
το αναπάντεχο παρόν
που στροβιλίζεται στο χθες
συναντώντας το μέλλον απροστάτευτος.
"Άλλωστε οι συνθήκες
οδηγούν το πεπρωμένο μας
εξαντλώντας το ανεξάντλητο άπαν",
όπως έλεγε εκείνη.
Ίσως μόνο ζητώ
να σβήσει αυτήν την σκιά
που με ακολουθεί
κρίνοντας ασφυκτικά
το μπροστινό μου βήμα.
μέσα σ'ένα άγονο
κατακερματισμένο πλήθος
παρέα με τις σκέψεις
να μου μακραίνουν τον ξοδεμένο ήχο
του μεθυσμένου εγώ που όλο ζητάει
και βουίζει στο στήθος μου.
Ανικανοποίητη
μα την θαρρούσες ευτυχισμένη
σα με κοίταζε μελαγχολικά
με τα ολοστρόγγυλα γλυκά της μάτια
με το διαπεραστικό βλέμμα.
Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών
όταν κατάλαβα και ντράπηκα.
Ω, τι ντροπή αλήθεια.
Κοιτάζω την μέρα που φεύγει
κλαίγοντας σαν παιδί
για όσα δεν πρόλαβα να κάνω ,
ψάχνω την αγκαλιά της μητέρας μου
να κουρνιάσω.
Όμορφη που ήταν θυμάμαι
μ'εκείνο το σμαραγδένιο φόρεμα
χορεύοντας βάλς
με την ορχήστρα να τρέμει
από τον παλμό των αλαβάστρινων ποδιών της
στο πάτωμα.
Μου άρεσε να κρύβομαι
κάτω απ' το τεράστιο φουρό της,
να χάνομαι από τους γύρω ανθρώπους
που με κοίταζαν .
Δεν καταλάβαινα αν ήθελαν κάτι από εμένα
ή απλώς κι εκείνοι όπως εγώ,
θαύμαζαν την μητέρα μου.
Οι κόρες των ματιών της
ώρες -ώρες γίνονταν γκρί
σαν πείσμωνε με το αλλόκοτο φέρσιμο μου .
Ροδοκοκκίνιζαν τα μήλα
στα ζουμερά της μάγουλα
και μου άρεσε,
επιθυμούσα να της ερεθίζω
τα νευρικά της κύτταρα
ω ,ναι, για να θυμώνει.
Τότε γινόμουν ολόκληρος
το κέντρο της προσοχής της.
Ονειρευόμουν συχνά
ότι ήμουν βρέφος και με θήλαζε
στο φιλντισένιο στήθος της .
Πόσο ήθελα να την αρπάξω απ'τα μαλλιά
και να ρουφήξω τους χυμούς που έσταζαν
οι μεγάλες ροζ ρόγες της.
Αν με άκουγε
στ' αλήθεια θα με συγχωρούσε;
Δεν απαντά αλλά ξέρω
ότι κι εκείνη το ζητούσε.
Γυρεύω την ελευθερία
που μου χάριζε η ματιά της
με τα βλέφαρά της ν ' ανοιγοκλείνουν
καθώς έπλεκε και κοίταζε το δειλινό.
Ελευθερία ήταν,
τι σημασία έχουν τα υπόλοιπα
μπρος στην απόρριψη του τώρα ή του τότε;
Θα τολμούσα άραγε να της εξομολογηθώ
ότι τ'αστέρια έπαψαν
να φωτίζουν τον ουρανό μου
από τότε που έπαψα να τρυπώνω
στα σπλάχνα της;
Πόσο με βασανίζει αυτή η σκέψη
σαν κλείνω τα μάτια μου τις νύχτες
με τον άνεμο να φυσσάει
τη μορφή της στο προσκέφαλο μου .
Αν ήξερε , αν είχε καταλάβει
πόσο ματώνει ο ορίζοντάς μου
κι η μέρα μικραίνει
σαν σύννεφο που σκορπά
ψάχνοντας τα ίχνη του να σωθεί.
Άθελα μου συνέβησαν όλα
εκείνη δεν φταίει,
παραμένει πάντα η Βασίλισσα μου.
Ο ένοχος είμαι εγώ.
Φορώ το καπέλο μου
βαδίζοντας σκεφτικός
με το τσιγάρο στο χέρι
σαν να κρατώ εκείνη
ψάχνοντας τη στιγμή που θα φυσήξει
την ίδια αίσθηση
γεμίζοντας τις φλέβες μου με την πνοή της.
Γυρίζω πίσω
κλείνω το μάτι πονηρά στον χρόνο
ζητώντας του ν'αλλάξει Κάτι.
Ίσως φοβόμουν αν άλλαζε
εκείνη η συνθήκη.
Ίσως να μην άντεχα ν'αντικρύσω
το αναπάντεχο παρόν
που στροβιλίζεται στο χθες
συναντώντας το μέλλον απροστάτευτος.
"Άλλωστε οι συνθήκες
οδηγούν το πεπρωμένο μας
εξαντλώντας το ανεξάντλητο άπαν",
όπως έλεγε εκείνη.
Ίσως μόνο ζητώ
να σβήσει αυτήν την σκιά
που με ακολουθεί
κρίνοντας ασφυκτικά
το μπροστινό μου βήμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου