Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Λόγος κοινός


      


   
     Αγνές προθέσεις στέγασμα ουρανού
   χρόνου απόθεμα θέματος θέσης 
 στόκο στα παράθυρα από ηλιαχτίδες που μαρμάρωσαν
 σινιάλο να ξεμπερδεύει η ασύμβατη πλοκή ,

 _τα τζιτζίκια ξενύχτησαν στο προσκεφάλι
 της αγάπης που γύρισε πλευρό
μα πάλι αγάπη  θα είναι_

 Το καλοκαίρι διψάει κουλουριασμένο
σ’ ένα κλαράκι ερημιάς
θολό  πεδίο  η μήτρα της ζωής ,
φωνή εγκλωβίζεται σε ψίθυρους σκόνης
κι ό,τι δεν είδες δεν βλέπει δρόμο στα ζητούμενα
ούτε κι η σάρκα στο είδωλο το αγαπημένο
 να φυλακίσει την ψυχή .

  Είσαι δεν είμαι
λόγος κοινός είναι γραμμένος στην όψη του νερού ,
είμαι να είσαι έμβρυο δώρο
εγώ είμαι που δεν ήσουν το είναι μου να είναι εσύ
ό, τι είμαστε είναι γέννα κοινή του Δία τεχνάσματα
κι έπαψαν ν’ ανασαίνουν τα σπλάχνα
στο πρώτο  κατειλημμένο  κοίταγμα .

 Ώρες , λύπη,  χρόνια λείπει .

Τώρα η θάλασσα έγινε αδερφή
ο ήλιος μονάκριβος πατέρας
οι λέξεις σταμάτησαν να ευνουχίζουν
εκείνον που πλησιάζει απαλλαγμένος.



Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Κάπου στη μέση






   Κάπου στη μέση συναντώνται κι αναπνέουν όλα ,
στο ξάγρυπνο βλέμμα του ήλιου
στην ευχή ενός παιδιού που ανασταίνει τις πιο τυφλές ελπίδες
σαν δεν συνθλίβονται  στα δόντια ανταριασμένης χείμμαιρας
στου κάτω κόσμου το αναίσχυντο προβάδισμα .

  Κι ετούτα τ' αγκάθια τρυπώνουν σε ραγισμένες συνειδήσεις
 σπέρνει ο άνεμος φωτιές απ' τα τραγούδια που έσβησαν ...

 Άδειες φωνές στο γύρο του θανάτου 
σπασμένη άγκυρα απάγκιο σε ξόρκια  
 δίχως την ψίχα που έδινε τροφή σε χέρια ενωμένα ,
μονάχα αντίλαλος από αγάπες δανεικές 
ψάχνουν τι απέγινε ο μύθος του βουρκωμένου καραβιού.

 Και το ξημέρωμα δεν έρχεται ,
 βυθίζεται στα ματωμένα στάχυα ακυβέρνητο και μάταιο.
 Ίσως.

 Στη μέση 
στο παρόν που έχει τιμήσει το παρελθόν
κι η λήθη πήρε τα κόκκαλα της πίσω,
στο κέντρο οι ψυχές σφιχταγκαλιάζονται
γίνονται ρίζες  ιερής αποστολής 
μαγεύονται τα στάσιμα νερά από τα μάτια που άνοιξαν
τώρα μιλάει η καρδιά.


Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

Ωχρό πρελούδιο


   Κι αν γράφω σε λευκό χαρτί
είναι για να ξορκίσω  σκούρες κηλίδες
σε άκρες που εξαντλείται το παρόν,
την κατά μέτωπο εισβολή μιας άνευρης χυδαιότητας
στο όνομα μιας ακριβής σοφίας.

Στραγγισμένοι ορίζοντες ναρκώνουν 

την διψασμένη μήτρα ψάχνοντας εξιλέωση σε άνανδρους γαλαξίες.

   Όνειρα μασημένα σε μια σταλιά γκρεμό
οι λακκούβες σκάβουν την πιο θρασσύδειλη φτυαριά τους .


Ανακάτεμα φθαρτής ευφορίας που αδυνατείς να χωνέψεις 
στέκει σαν σκιάχτρο στο μπαλκόνι του τρίτου ορόφου 
κρεμασμένη από τσιμπιδάκια δαγκώνοντας τα σπλάχνα.

 Κι όλο στεγνώνει από έναν καμμένο ήλιο. 
Κι ύστερα μένεις μόνη
σε χρεωκοπημένο ουρανό
απ' τα νύχια της ύπαρξης σου .

Κοιτάω μπροστά κι όλο φεύγω από εκείνο που δεν έρχεται ,
μένω πίσω  και πνίγομαι απ' αυτό που δεν θέλω να θυμάμαι.

 Ένα φορτίο ασήκωτο σήκωσε την ψυχή και πάει ,
 πρελούδιο ωχρό τρύπωσε στην αναρχία του αγωνίζομαι 

 μελωδία απ' την καταχνιά του ανήθικου  με πριονίζει,
μα η σιωπή κάνει τον μεγαλύτερο κρότο 
μέσα από ανοιχτή πληγή σκίζοντας τις σελίδες.