Ζήτησε η ώρα ορίζοντα
τους δείκτες να κουνήσει
μες στην εικόνα τη χλωμή
ξεχώριζε το μάταιο βήμα.
ξεχώριζε το μάταιο βήμα.
Ζήτησε η ώρα απ’ τ’ άκρα της
να πάψειο ηδονικός χορός
που μπλέκονταν με στάχυα
διότι ο χρόνος λύγισε
και πάει γι άλλο πλανήτη.
Ζήτησε η ώρα ν’ ανεβώ
να δω απ’ το σκαλοπάτι
πόσες γενιές συντρόφεψε
ν’ αδράξουνε τη μέρα,
να δω απ’ το σκαλοπάτι
πόσες γενιές συντρόφεψε
ν’ αδράξουνε τη μέρα,
ήταν πολλά τα δώρα της
κι οι νύχτες που γιατρεύει .
κι οι νύχτες που γιατρεύει .
Σαν παλικάρι στάθηκε
να βλέπουμε φεγγάρι
τη γη απ’ τη μια να οργώνουμε
κι άλλοτε να την ποδοπατάμε
όταν εκείνη σαν μαξιλάρι
τρυφερά μας κοίμιζε στο προσκεφάλι .
Η ώρα έγειρε σκυφτή
στο πέμπτο σκαλοπάτι ,
λίγη στοργή επιθύμησε
και μια ματιά ξεχωριστή
να πάψουμε να θρέφουμε ανούσιες πορείες.
στο πέμπτο σκαλοπάτι ,
λίγη στοργή επιθύμησε
και μια ματιά ξεχωριστή
να πάψουμε να θρέφουμε ανούσιες πορείες.
Ένα μαντήλι κούνησε
μετρώντας τα παιδιά της.
Στον ήλιο κάνει προσευχή
κουράγιο να τους δώσει
που ‘χαν τα μάτια τους κλειστά
όταν τους εχαρίσθει.
που ‘χαν τα μάτια τους κλειστά
όταν τους εχαρίσθει.