Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

Αυτή η θέση διατίθεται



Στο πετσί μιας άλλης γλώσσας ,
εικόνας άλλης κι αρχής του τελειώματος
εκείνου που ανασαίνει χωρίς η ανάσα ν’ ακολουθεί
την υπόσταση του ρήματος αναπνέω.
Οι πειραγμένες ιστορίες με ζαλίζουν
παρόλο που έτσι κεντράρω κενό.
Πιστά . Πέφτω.
Με απιστίες γλιτώνω.
Φτιαγμένος από πέτρα.
Διχοτομημένο διαμάντι που κόβει και κόβεται.
Δέρμα σκληρό κι η μυρωδιά δεν ξεθυμαίνει.
Κι οι μελανιές σου
κι αυτές ακόμα δεν κατάφεραν
να με κρατήσουν μακρυά
στα γόνατα γδαρμένη σερνόμουν για να νιώσω.
Αποστασιοποίηση από τ'απαγορευμένα πεδία .
Σπανίως συνειδητοποιώ.
Αέρας .
Πιστεύω σ' ό,τι με διαπέρασε ,
ψίθυροι από μετάξια έξω.
 Ναι, εκεί είμαι.
Οι πόροι στέγνωσαν.
Με φοβίζεις.
Σέβομαι .
Κάποιος να τουμπάρει  τα σχοινιά
απ' την ανάποδη πλευρά αυτή τη φορά
οι κόμποι.
Να κοιτάζουν τη μήτρα που τους γέννησε
να λύνεται.
Στη μέση. Εδώ .Χωράω.
Ακούνε κι οι ρωγμές που με πέταξαν
στ' άκρα.
Θέλω να μιλάω και να δείχνω
δυνατά
δυνατός.
Μούχλα .Είσαι.
Πάψε.
Στον κρόταφο.
Σιμά η οροφή.
Αυτή η θέση διατίθεται.

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

Είναι περίεργο κάποιος να πλησιάζει



Σαν από μη συγκοινονούντα
δοχεία  του βίου να προήλθαμε.
Φιλάω τα χέρια σου ,
στην ανάσα μου εισέρχεται ο αιθέρας της νιότης
που σιγοκαίει στο στήθος μου βαρύς
καθότι ελλιπές το γέμισμα μου.
Πώς να συμπλεύσουμε ξανά ;
Είναι αργά να κάνουμε γιορτή
μουχλιάσαμε στα καταγώγια.

Δεν σ' αφήνω να χωρέσεις εκεί.
Δεν μ'αγκαλιάζουν τα άνθη ,
με προσπέρασαν.
Ρίξαν οι ανεμοθύελλες σπόρους να στηριχτώ
κι αυτοί γίνηκαν άγρια δέντρα
δίχως καρπούς να μ'αναθρέψουν.

Χρεώθηκα μη μ'αρνηθείς
που γέρνω ,
χαθείς στις άκαρπες πτώσεις μου.
Πώς θα λυγίζω έπειτα χωρίς να βλέπεις;
Εσύ.
Μόνο να βλέπεις
γιατί ζητάς περισσότερα ;
Η αστάθεια πάντα εμπόδιζε το στύλωμα μου.

Φτηνά ανταμείφθηκα
απ' τους περίτρανους κορμούς
που έτρεμαν την ομορφιά τους .
Κανείς δεν προχωράει βαθύτερα ,
προέχουν άλλα.
Φτάνει ο χρόνος;
Αλύγιστες οι μέρες στ' ανοίγματα συνόρων , 
έκλεισαν οι άνθρωποι
κι είναι περίεργο κάποιος να πλησιάζει.

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Μετρημένα λεπτά



Ρίχνει και ρίχνει
δεν σταματάει ,
κανείς δεν ανάβει τα φώτα
κι οι αστραπές έπαψαν πια να διώχνουν τα σκοτάδια.
Ρίχνει να ξεπλύνει ό,τι δεν φάνηκε ,
να σωθεί απ' τον πολύπαθο ήχο
της σκουριασμένης καραμπόλας που κυλιέται
έχοντας χάσει τον έλεγχο
που ποτέ δεν απέκτησε στοργή ως απεριποίητη κούκλα
ούτε υπόσταση απέκτησε ,
δεν αποκτιέται το αλαβάστρινο σώμα
όταν χαραμίζεται στο βάθρο
των ερωτοτροπόντων  δήθεν.

Βασανίζεται να νιώσει υγρασία .
Απέναντι.
Όλα αρχίζουν απέναντι .
Το εδώ παραμυθιάστηκε από τον μύθο.
Μυρίζει το χώμα , ζωντανεύει η πλοκή
νεκρή φυσιογνωμία αναπαριστά τον βιαστή.
Εκεί που δεν υπάρχουν αρσενικά και θηλυκά
δεν αφορά κανέναν κάτι τέτοιο εκεί.
Τους τέλειωσε μαζί με τις ψαρωτικές απολογίες ,
δίχως συμπεράσματα να πνίγουν την ελευθερία.

Κι ό,τι απέμεινε βουλιάζει στο περιθώριο
σαν αρχέγονο βακτήριο
που φέρει την ευθύνη για τη δημιουργία
Διαλύεται κι αυτή σαν υψώνεται η φωνή ,
αντιμιλά στο ήθος που σου χάρισα.
Σαν απειλή  που τρέφεται
από την σάρκα που προδίδει.
Και προδίδεται.

Σε κέρδισε , κατάργησε κι εμένα
οδύνη μετράνε τα λεπτά
και χάσαμε τις  ώρες.
Λάσπωσαν τα  παπούτσια των εραστών
της βροχής
από τον τρόμο του κενού,
της γυναικείας κραυγής που ξεσπάει με λύσσα
όταν την δαγκώνουν
αντιμέτωπη με την παθητικότητα του ίσκιου.
Με την ανυπεράσπιστη ευαισθησία
μ' αυτήν την πάτησε και ο χρόνος.

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Σκόρπια

 Σκόρπια
τα λόγια  και  η πρόθεση αφανισμένη
απ’ το κλείδωμα  του σακατεμένου κάλους.
 Ούρλιαξαν στο βαλτώδες άνθισμα της εφηβείας
κι ύστερα  παρέμειναν βουβά .

Κι ύστερα … Βουβά
πίσω απ’ τις πόρτες να κρυφακούν
την λογοκρισία του μυαλού
με το  κάλπικο ξόδεμα  του μυαλού,
 εκείνου  του μικρού μεγάλου
που σκόνταψε  στην επαφή  με τον άλλον.
Εκείνον τον διπλανό.
Τους πολλούς άλλους σ' αλλοτινούς καιρούς.

Κομμένα χέρια  μαζί με βογγητά
που δεν ημέρεψαν στην κούνια
-ήταν τα χρόνια κρύα-
ανασηκώνονται απ' το πάτωμα ,
ένας ακατανίκητος θόρυβος
δεν ακούγεται τίποτα
κι εκείνα επιμένουν να ολοκληρώσουν το έργο
διακεκομμένη ανάσα η μάθηση μου.

Κι ύστερα βουβά. Κομμένα.
Ανάποδη  η στάση του ήλιου,
πηγάδι που δεν ορίζω το βάθος.

  Γιγάντιες στοές κυκλώνουν την απουσία
της εξέλιξης του κόσμου.
Δεν ανδρώθηκε η γέννα της ζωής.

 H όμορφη  ιδέα
ακόμη μια αυθεντική ιστορία
στους τοίχους των ανθρώπων
ίσως ανέστηνε πυρπολημένες δάδες ,
το όνειρο που κρέμονταν
από τα χάρτινα φτερά μιας  πεταλούδας
όμως εκλάπη  στα σκοτάδια απ' τον ίδιο τον αυτόχειρα.

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Ας είναι η τελευταία



Η ίδια ενέργεια είναι που έλκει
αυτή της «άλλης πλευράς»
με την διαφορετικότητα να πάσχει
στ' ασθενικά σημεία που ταυτιζόμαστε ,
δακρυσμένη ανάμνηση στην πόρτα μας
κυλιέται σαν ζητιάνα.

Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται
από το λάθος-πάθος,
πίσω απ’ τις παραμορφώσεις
ξοδεύονται πρόσωπα αγγελικά πλασμένα
που έπαψαν ν' αντιστέκονται
στο κάλεσμα της.
Όπως την πρώτη φορά κι ας πέρασαν χρόνια.

Απ’ την ίδια πηγή ξεθάβεται
εκεί που ενώνονται  χαλάσματα
δικά σου και δικά μου
σαν ψάχνουν για τροφή οι παγίδες .

Κολλάς ,είναι  παραμυθένια ,
θυμίζει κάτι απ’ τα δικά σου παραμύθια
εκεί που δραπέτευες μικρός
τάχα να τη φοβίσεις .
Κι ο τρόπος πάντα ξεγλιστρούσε .
Την αναζητάς
το ρεύμα της σε καίει ,
πάλι στάθηκε δυνατότερη από εσένα.

 Ζητάς άλλη μια
και τέρμα γκάζι οι ενοχές.
Ας είναι η τελευταία.
Οικεία η φλέβα της 
ίσως  νικήσεις .
Ξεθώριασες κι εσύ στον χρόνο
μαζί με την χαμένη της ορατότητα .

 Κάποιοι δεν την προδίδουν ποτέ
ανήμποροι ενδίδουν  στη σαπίλα της
και τα καρφιά σκουριάζουν περισσότερο
στοχεύοντας  τους ανυποψίαστους
που ακόμη προσπαθούν
να καταλάβουν τι παίζεται.

 Είναι ταγμένη στο ακραίο
στο μεγάλο σάλτο φίλε.
Γύρνα αλλού το κεφάλι
κάθε που συναντιέστε.

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

Καμουφλάζ



  Άνθρωποι  παντού
 αγνοούν κι αγνοούνται.
 Κάποιοι  υποψιασμένοι διχάζονται
 αντιμέτωποι με το βάθος της σιωπής
 που θα μικρύνει αν δεν μιλήσει.

Η θάλασσα δεν ανασαίνει
όταν  έλκεται από κύματα που ταράζουν τα νερά της.
 Κι όμως εκεί ...  Αγκιστρώνεται  σαν ψάρι.

 Άνθρωποι εδώ κι εκεί
κάποιοι πιο πέρα
και πόρνες που  έπαψαν να έρχονται
σε οργασμό  ,
βιάστηκαν από το ίδιο τους το είναι
 από τότε που γεννήθηκαν και πιο πριν ,
όλα γίναν πιο μπροστά  κι εσύ με τραβάς πίσω .

Δεν έχω ειρμό όταν ξοδεύω το χρώμα 
αγκομαχάει στην σκόρπια μου ζάλη
ποτήρια κρασί από ραγισμένο μπουκάλι.

Σταμάτησα όταν τέλειωσα
δεν ήσουν εκεί για να κρίνεις .
Καλύτερα να μην γνώριζα.

Κράτησα μόνο την μέρα για να θυμάμαι.
Εκείνη περπάτησε , εκείνη ξέρει .
Κάθε θηλυκή λέξη γνωρίζει  
ηδονίζεται  στην ανάλυση
της ετυμηγορίας της .

Εκείνη γεννά  και ξαναγεννιέται.

Αδύνατον ν' αποφύγεις τις τρύπες 
παραμένεις πιστός στο αρχέτυπο
του δράστη και του θύματος.

Κι όλο το σκας σε κάτι άλλο ,
διαφορετικό απ' αυτό που είσαι.

Θα σπάσεις αν κοπείς , ίσως κοπώ κι εγώ .
Κι ύστερα ;

Είναι ηδονικά απαγορευμένο αυτό το καμουφλάζ.

Όπως μου δόθηκαν

Πέρασαν χρόνια ώσπου να μάθω να βλέπω
τα μαλλιά μου ν’ ανεμίζουν .
Όχι απλώς να τα παρατηρώ ψάχνοντας εξηγήσεις
μα στο άγγιγμα τους να τρεμουλιάζω από χαρά
και να βυθίζομαι όλο και περισσότερο στη μαγεία
του να μην επιθυμώ ν’ αλλάξω τίποτα ,
να γεύομαι τα πάντα μέχρι και την τελευταία σταγόνα
όπως μου δόθηκαν, ολόκληρα .
Σαν ήρθε εκείνη η μέρα είχαν σχεδόν ασπρίσει .
Κι όμως υπήρξαν σημάδια που με προειδοποίησαν

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

Κι εσύ κοιτάς αλλού

                                                
                                                          
     Κρύωσε πάλι ο καιρός
στα φύλλα απλώθηκε  ξανά η υγρασία 
 αλλόκοτη η όψη του φθινοπώρου  αυτού
αλλόκοτο το ύφος των ανθρώπων
 αγρίεψε κι άλλο η εποχή.
Κοιτάζω  απ’ το παράθυρο  
ανάβοντας το πρώτο πρωινό τσιγάρο.
Ο καπνός του με ζεσταίνει.
Κανείς δεν κοιτάει προς τα εδώ,  
κανείς δεν συναντιέται με κανενός το βλέμμα.
Κι εσύ κοιτάς αλλού.

 Σκουριασμένες  κεραίες πολυκατοικιών
γλάστρες με χώμα λιγοστό
τοίχοι που σε προκαλούν να πλησιάσεις
καθώς μοιάζουν με κάστρα
που ο αντίλαλος τους γεννά φαντάσματα
να συντροφεύουν
σαν μυριστούν ερημιά.

Αλύτρωτη  η ώρα , αχόρταγο  το μέλλον
με πυξίδα που τρέμει
πλάνες υποσχέσεις για ματιές λοξές
όχι ευθείες κι αντικριστές
άνθρωποι χαμένοι  στις σκέψεις τους
σαν κάτι  να τους απασχολεί
κάτι που δεν έχει σημασία  για εσένα  
έχει όμως για εκείνους.

Έπαψαν να μοιράζονται.
Κι εσύ ρωτάς γι’ άλλα
χωρίς να σ’ ενδιαφέρει αυτό που ρωτάς
έτσι για να ρωτήσεις κάτι
όχι όμως αυτό που θέλω εγώ.
Γιατί κι εμένα κάτι με απασχολεί 
που θα με ανακούφιζε να διακρίνεις ,
να ερχόσουν πιο κοντά
 αλλιώς εκεί θα παραμένει  .

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Υπάρχει

Νύχτα
κι η πόλη αδειανή
γεμίζει από το αύριο που ερημώνει .
Το χθες ηττήθηκε δίχως πρωτοβουλία να παίρνει ,
μοναχικές οι μέρες του
βρίσκαν απάγκιο στη σκιά
που ‘βαζε Χ στο όνειρο και μείωνε την αξία.

Τα χέρια μου φιλάνε μια θηλειά
που πνίγει ό,τι χωράει μέσα της
κι ό,τι δεν χώρεσε
απ' τ' αγκαθωτά περάσματα
φαντάζει εφιαλτικό.

Άστο
σιμά είναι ο δρόμος που μακραίνει
και η αρχή κι αυτή φλερτάρει με το τέρμα
του απερίσκεπτου παρόντος .
Λογικά απελπίσου.
Οι άνθρωποι κοιτούν απαξιωτικά
όποιον δεν επιμένει ,
η ύπαρξη παρήγγειλε την προσμονή.

Το σήμερα μαθαίνει να νικά
υπάρχει στον κύκλο που διαγράφει μια τροχιά
υπάρχει στο θέλω που ανοίγει τα φτερά.

Υπάρχει το πριν και το μετά.
Υπάρχω κι εγώ που πήρα κι έδωσα πολλά.
Υπάρχει κι ό,τι δεν πίστεψες
κι εκείνο που σ' έπεισε ίσως να μην υπάρχει.

Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Δεν υπάρχει λόγος

Δεν υπάρχει λόγος
τέλειωσε στην μάχη με τον χαρακτήρα
την ώρα που έφευγα.
Υπάρχει το θέμα που έκλεισε και δεν υπάρχει.
Το είδες , φτάνει αυτό για να το αφήσεις .
Γυρνάς ;  Ν’ αφεθώ.
Δεν υπάρχει λόγος να πιστέψω.
Το πίστεψα πια.
Νοσταλγείς τις μέρες που περάσαμε
έπαψαν να θυμούνται
ίσως και να θυμούνται
όμως έτσι που αιμορραγούσαν
έπρεπε να ξεχαστούν.

Ξέχασα κι εγώ.
Ό,τι δεν είπα κράτησα.
Κόμπος, παράλληλες γραμμές
κι η επιλογή δική σου.

Τα στοργικά φεγγάρια σκλήρυναν
το πετσί τους
σκλήρυναν κι εμένα
που τρύπωνα μέσα τους
ν' αγγίξω λίγο φως.

Στο χαμό παρασύρθηκαν οι στιγμές
στο τίποτα που δεν λέει να προσπεράσει.
Σαν ένα κουβάρι που ξεμπλέχτηκε
να τυλιχτεί σε τόπο μακρινό
κόβοντας τις κλωστές
μην δέσουν ξανά ό,τι δεν δένεται.

Σάββατο 28 Αυγούστου 2010

Το τέλος να 'ναι αρχή ~ song~

Ώρες αμέτρητες μ’ εκείνο που σκοτώνει
η Ιθάκη ίσως βαρέθηκε και πια δεν με καλεί
σ' άγνωστο τραίνο μια ανάσα διεκδικεί
όσα της κλέψανε κρυφά κάποιοι αγύρτες νόμοι.

 Άσωτος δρόμος η ανάγκη που καλεί
ίσως ο χρόνος να την έχει προσπεράσει
μες στα ξενύχτια μου ζωγράφιζα γιατί
o στεναγμός είναι σκιά πικρής οφθαλμαπάτης.

 R Σε ουρανό όλο φωτιά δίχως πουλιά
καίει το πεπρωμένο
σ' άγριες θύμησες ξοφλημένοι καιροί
τα όνειρα ψιθύριζαν το τέλος να' ναι  αρχή.

Σε ό,τι εσύ δεν πίστεψες είχα παραδοθεί
τη φυλακή μου έχτιζα με σφάλματα δικά σου
πώς να αλλάξεις με το ζόρι μια ψυχή
η ομορφιά θα σέρνεται τυφλή παραδουλεύτρα.

Στο πουθενά η έξοδος χαμένο το κλειδί
ελεύθερη κοιμόμουνα όταν ήμουν παιδί
σαν λαβωμένος πρίγκιπας μου φώναζες  γιατί
κορώνα γράμματα παιγμένη η σιωπή.

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Άσπρο -μαύρο



Άσπρο -μαύρο 
η πόλη αδειάζει κι η ανυπαρξία αλητεύει σε καιρούς αναρχικούς .
Απροσποίητος ο τρόπος που περπατάς
κρατώντας το τσιγάρο στο δεξί χέρι
κι οι χορδές των οργάνων
φλερτάρουν θρασσύτατα ό,τι ποθούν.
Το θέλουν δικό τους.
Κι ο ρυθμός ακολουθεί.

Δεν βρέχει
μόνο ο αέρας μας ξεσηκώνει με τσαχπινιά
κουνώντας την ζωή μας πέρα δώθε
επειδή έτσι του ψιθυρίσαμε
επειδή έτσι μας αρέσει
με τα ψάρια να πηδούν στο νερό
τα κοράλλια να κρέμονται στο λαιμό
και τα όνειρα να γέρνουν στην αύρα της αρμύρας σιμά.

Βουτιά από ψηλά.
Πανοραμική θέα.

Ίσως να μην την ξαναδούμε ποτέ.

Άνοιξε



Άνοιξε
σ' άγραφτους δρόμους
φωνάζω ν' ακούσω
τη ζωή μου.
Kανένας θόρυβος,
μετράω και λιγοστεύει.

Άνοιξε...

Στροβιλίζομαι ανάμεσα στις προσδοκίες
που δεν χόρτασα ν' ακολουθώ
και το παράδοξο
του λεπτού σχοινιού
που αντιστέκεται στο περπάτημά μου.

Ποιός επιθυμεί ;
Tα περιθώρια στενεύουν.

Η μέδουσα παραφυλάει καρτερικά
για ένα μου κοίταγμα ,
να στείλει αποθέματα κοινής προέλευσης
σ' εκείνους που λύγισαν
πριν κατεβούν.

Άνοιξε ...

Σ’ εμένα ;

Για κάποιον που έρχεται.

Μην κλέβεις
και μην λυπάσαι .
Φαινομενικά όλα δείχνουν
όπως τα συλλογιέσαι.

Μονάχα η πίσω πόρτα
μισοκλείνει αργά
την τελευταία στιγμή
αν την προλάβεις .

Άνοιξε...

Πιάσ'την γερά και πέρνα.
Μείνε.

Πίσω ποτέ



Νύχτα, μεσάνυχτα
και το πρωί
 γίνεται πάντα βράδυ.

Ανάλαφρες οι ώρες
 που περίμενα να ‘ρθουν
κι όμως δεν ήρθαν
μα είναι εδώ βουβές
μπροστά, ποτέ πίσω μου,
το παρελθόν με σκιάζει
 όταν φωτίζει τη στιγμή.

Πίσω ποτέ
μπρος μου λυγμός
κι οι ανάσες μου λαχάνιασαν
στη σκέψη
 να κλειδώνουν τη φωνή.

Κραυγή τυλίγει τη σιωπή
στον ουρανό ολόγυμνη την πάει
έσταξε πίκρα απόψε η βροχή
ήπια κι εγώ
σε φίλησα μα δεν με είδες
δεν μ’ άκουσες να έρθεις.

Σιωπή και πάλι μόνη
 εσύ,
ο θόρυβος στραγγίζει το κρανίο μου
πιο εκεί η φωνή που σβήνει .
Εμείς ανάψαμε κεριά
να κάψουμε τα λόγια .

Δεν έφτασες, δεν έφτασα
στη γλύκα του νερού
η μνήμη δεν συγχώρεσε
καίει αλύγιστα ακόμη.

Είναι ολόγιομο απόψε το φεγγάρι


 Σαν να μην το 'χω ξαναδεί
σαν να είναι  η πρώτη φορά
κάθε που γεμίζει το φεγγάρι .
Το τέλος δυναμώνει την αρχή
 και περιμένουμε.


Απροσδιόριστη η ελπίδα
που  κι αυτή  με τη σειρά της θα σβήσει ,
θα ξεχαστεί περιμένοντας τη νύχτα
 να φωτίσει πάλι το μισοσκόταδό της .

 
Στέκεις αμίλητος στη γωνία 
 δεν εστιάζεις  στο κέντρο
απαξιείς για τη μέρα που έρχεται

 Είναι ολόγιομο απόψε το φεγγάρι ,
δες πόσο αρχοντική γίνεται η ματιά του
όταν παρατηρεί εκείνους
που πέταξαν τα πανωφόρια τους.
Κρύωσαν κι αυτά να στέκουν χρόνια στη σκιά.

   Γυμνό  υποδεικνύει την πορεία
από το άδειασμα στο γέμισμα.
με μέτρο και  συνειδητότητα. 

Υπάρχει κάποιος να έμαθε τον τρόπο;

«Χάνω τον καιρό μου  αισιοδοξώντας
  ή αισιοδοξώ χάνοντας τον καιρό μου».
 

  
Μείναμε στάσιμοι
 κρατώντας τις στάχτες .
Χανόμαστε στα κουρέλια μας
που κρύβουν το λευκότερο ένδυμα μας.

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Ουράνιο συρματόπλεγμα

                                     M.Chagall /The creation of man


 Λευκό φτερούγισμα η ανατολή
μέσα τα χρώματα μαβιά
σαν τα δικά μου όνειρα
που  αργοσβήνει  η δύση.

Συρματοπλέγματα γεμάτα σκόνη
από ουράνιο τόξο
υψώθηκαν τη  μέρα ,
ήταν κρύο κι έρμο το νερό
ψιθυρίζοντας ότι δεν έχει γυρισμό
αν υπερβώ τα όρια
μπλέκοντας τα δεσμά της μοίρας.

Δεν αντιστάθηκα στο σύννεφο
 που σαν αερικό με φορτωμένους ώμους
 με σήκωσε ψηλά
ν’ αναπνέω  απ ‘ τον αέρα του ό, τι αναπνέεις .

 Να βυθίζομαι στη σκέψη σου
που  σκαρφαλώνει στις ακτίνες του τόξου
πιτσιλώντας τες με  σκούρο μελάνι  
στοχεύοντας να σε αποκτήσω.

 Ω, ήταν τόσο ελκυστικές
αυτές του οι  αποχρώσεις
ένιωθα σαν από δαύτες να 'χα γεννηθεί.

 Τι κι αν  ξενύχτισα
ν’ ακούω τους ψιθύρους  του νερού
προειδοποίηση  πικρή να  δίνουν  
χύνοντας δάκρυα στεγνά.

Τι κι αν γονάτισε ο ουρανός
που  τώρα στέκεις μακριά μου
τι κι αν το σώμα μου αγκάθια το τρυπούν .
Αν πάλι μια απόφαση μου ζήταγαν  να πάρω
το ίδιο συρματόπλεγμα θα πέρναγα γυμνή.



Όψεις


  Μέσα στο λάθος το σωστό
όψεις αντίθετες
κι ένα γυαλί διάφανο που με κόβει.
Τα βλέπω όλα φωτεινά
 σαν κλείνω τα μάτια.

 Έμπνευση λόγια τυχερά αντηχούν απ’ την πηγή
σαν ρέει αβίαστα στο χρόνο
τυπώνονται σ’ ένα λευκό χαρτί .

 Σκέψεις σε σκούρο φόντο ,
κάπου στο βάθος η ελπίδα που δεν κράτησα.

 Όψεις παντού και οπτικές
 κι οι εκδοχές πληθαίνουν.

Πολύ μακριά δεν έφτασα
όταν φοβήθηκα να προχωρήσω.

 Αδιάφορα περπάταγα  σ’ ένα στενό δρομάκι
δεν χώραγα σ’ αυτό ,αγνάντευα το πέλαγος
το νόμιζα μικρό.

 Τα μεσημέρια ο ύπνος μου γίνονταν ελαφρύς
όταν απ’ το παράθυρο άκουγα τα τζιτζίκια ,
τη νύχτα τρόμαζα να κοιμηθώ
 ήχος κανείς.

 Μέσα από μια αόρατη χρυσαλίδα
διασχίζω  το πλήθος, δεν μιλάω με κανέναν
μόνο ακτινοβολώ την έκφραση στα μάτια των ανθρώπων.

Τους βλέπω δεν  κοιτάζουν
βλέπω κι εσένα που δεν με είδες.

 Τρέχουν να προλάβουν
η επιστροφή ξεχνάει τα βήματα
κέντρο πουθενά
ενίοτε τους χαιρετώ
κάποιους διστακτικά άλλους με τόλμη.

Τα νήματα έχουν γερό σκοπό
ή κόβονται αν προσπεράσει
 ο πόθος που τα τρέφει ;

Φθορά






Δεν διαρκούν ολόκληρες οι μέρες
 χάνονται  μόνες και μισές 
στις φλέβες σταμάτησε να ρέει η προσδοκία
κι ατόνησαν οι αντιστάσεις.


Πορτραίτα με έκφραση οργής
 περιρρέουν σε επιφάνειες ρηχές ,
ως σύμπτωμα μιας άπρεπης κι ανούσιας ηλικίας
όπου η μικροπρέπεια γερά κρατεί,
όταν ακόμη οι άνθρωποι δεν γίναν ικανοί 
να εκπνέουν μεγαλοσύνη 
για χάρη της συνύπαρξης που είναι ιερό δοχείο.


Σε διαμερίσματα φτηνά επέλεξαν να ζουν
χωρίς μεγάλες σκάλες ν' ανεβαίνουν
 και με παράθυρα που ξέχασαν ν’ ανοίγουν,
κλειδώνοντας τα νήματα της ένωσης στα υπόγεια
κι η ατμόσφαιρα να εμποτίζεται αδάκοπα 
με την μικρότητά τους.

  Την διαφορετικότητα  φοβούνται να διαβούν
κι η δοτικότητα δεν βρίσκει οπαδούς  , 
στέκει αυτόνομη  στο μεγαλείο της σημασίας της
μα λυπημένη για την πρόθεση
στο ΔΕΝ να παραμένουν.


 Εθίστηκαν στο λίγο της φθοράς 
συνάμα και της αφθαρσίας
κι η απαλλαγή απ’ τον βρώμικο αέρα 
είναι άρωμα ακριβό που οι εκλεκτοί αντέχουν .


Ίσως δεν έφτασε για όλους
 το αγγελικό καλούπι που αγέρωχο ατένιζε. 
Ίσως να στένεψε απ’ την ευτέλεια των πολλών.

Πέμπτη 5 Αυγούστου 2010

Σαν το χρώμα της ώχρας


 Συννεφιασμένα κι ανόρεχτα
ξημερώνουν τα πρωινά
σαν έρχεται η ώρα της ανάκρισης
 με το εγωιστικό στοιχείο
 που ‘χει ένα χρώμα ώχρας
και μουδιασμένα χείλη
απ’ τα ρουφήγματα των στραγγισμένων πόθων.

 Στέκει απέναντι μου μειδιάζοντας
για τις νίκες του άκαμπτου πηλού
κάθε που ψάχνω  να διαφύγω
λαχταρώτας να κατοικήσω στο ξέφωτο
που εκείνο δεν ορίζει .

  Αλύτρωτες οι νύχτες
σαν ξεπροβάλλει η  μάσκα της αυτοταπείνωσης
μέσα από ένα ακαθόριστο ημίφως
κι η διεκδίκηση ζητά τον λόγο
για ό,τι δεν μου ανήκει.

 Σταμάτησαν να συμμαχούν τα φώτα
γύρω απ’ τις σκεπές που με φιλοξένησαν
όταν πεθύμησα να κατακτήσω λαίμαργα
κι έξω από εμένα να χρεώνω την ανάγκη. 
Φυγάδεψαν το νάρκισσο υφάδι
στ’ άστρα όπου το ένα τους μάτι ήταν τυφλό.

Ορατότητα


 Γόνιμη στιγμή 
ή ανούσια δευτερόλεπτα
υπερβαίνουν τη φαντασία
 που καλπάζει στον χρόνο.
 Δεν παραδίνεται
 ώσπου να προσπεράσει  
την μνήμη που αντιστέκεται .


 H πορεία αποκτά ορατότητα
καθώς η παρουσία αποκόπτεται  
από την αμφιταλάντευση που τη σκορπίζει.

  Άνθρωποι κλεισμένοι σε σπηλιές
με μάτια που συνήθισαν
ν'ανοίγουν τεχνητά
ο προορισμός δειλιάζει σε ανατροπές. 

Ρωτούν τα περασμένα
πότε θ'αποδυναμωθεί το στρώμα 
της άβουλης σκόνης
που υπνωτίζει την αιτία;

 Προ- χωράμε μαζί
μόνοι όπως και πριν
ίσως φταίνε οι αποστάσεις 
που δεν γεφυρώνονται
όταν η ελπίδα κρεμιέται στο σκοτάδι.
Ίσως οι μέρες φωτίζουν δυνατά
κι απομακρύνονται  όσο τις πλησιάζεις.

Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Κάθε που σουρουπώνει



Χάθηκα στ’ όνειρο 
που δεν ξενύχτισε μαζί μου,
μέσα στα σύννεφα 

σκορπίζονται οι λέξεις που αγάπησα ,
 κάθε που σουρουπώνει 
 φαντάζουν απλησίαστες .

 Ηδονικές μορφές  η θύμηση τους 
πιάστηκαν στα δίχτυα 
μιας ηχηρά αγριεμένης  αστραπής
που τις παρέσυρε σε ξένους τόπους
μακριά απ’ τη λατρεία μου για σένα
τις φυγάδεψε.

    Ίσκιος τρεμάμενος 
ψηλαφίζει αχνά το παρελθόν 
που μες στις χούφτες μου χαϊδεύω 
να το καλοπιάσω .
Βαρέθηκα να  ξαγρυπνώ 
να μ’ αγκαλιάσει η μοίρα. 

    Ρολόγια τρίζουν στη σειρά

σαν ανασαίνει  η ώρα ,  
την Πούλια σέρνει απ’ τα μαλλιά
στ’ άστρα  να την τυλίξει 
για να την δει  ο Αυγερινός  
να βυθιστεί η ματιά του .

Εμπόδια σπέρνει ο ουρανός ,
δεν την αφήνει άλλο να του τραγουδά
καθώς ο χρόνος γέρασε ,

πήρε μαζί του την ευχή
φορώντας το στεφάνι
που τ ’άνθη του μαράθηκαν
 στον κύκλο μιας  πύρινης τροχιάς  
που μέσα απ’ τις φλόγες 
ζοφερή  αναδύεται.

Άλλαξε πάλι η εποχή 
ήρθε ξανά χειμώνας,
μυρίζει  αγριολούλουδα ,
μια άγνωστη γυναίκα  
σ’ άλλη πατρίδα κατοικεί ,
φέρει την Πούλια στα μαλλιά
κυλάει μέσα από τα σύννεφα
  νέα αυγή χαράζει.

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Αιτία

  Σπινθήρες πετούν τα μάτια απόψε
 γυρνώντας σε μνήμες  νωπές
 σαν να μην στράγγιξε η υγρασία
 στο πέρασμα  τους.

 Βουίζουν με μανία στ' αυτιά μου ,
βιάζουν τα σπλάχνα του ερχομού
γυρνώντας με στην καταγωγή που ξερίζωσα .

  Στρέφοντας  την προσοχή μου αλλού
 ανοίγει πιότερο η πληγή  
που σκεπάζω  με χάρτινο ύφασμα
 κι εκείνο συνεχώς ξεφτίζει.

 Ο απόηχος  τους φτερουγίζει  ξανά και ξανά
σαν εξορισμένο πουλί στο πηγάδι
με μια ασπίδα λευκού  φωτός 
στο διάβα τους ,
προστάζοντας να υποκλιθώ  στην αθανασία 

που θωράκισε  την ύπαρξη μου  

κατανοόντας έτσι την αιτία  που με επισκέπτονται.   

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Ο άτονος τόνος

Μονοτονια
χωρίς τόνο στο ι
ψάχνει να γίνει τονισμένη λέξη
άτονη να μην μοιάζει
μα μάταια ικετεύει  τον τόνο να συντρέξει.

Τρυπώνει στη σχισμή
της απουσίας
από  φόβο μήπως φανεί
αυτό το  ιδιαίτερο κάτι
και σβηστεί απ' το χάρτη της ματαιοδοξίας.

Βολτάρει σαν σαράκι
στο πεδίο των άγνωστων αριθμών
μετρώντας τους έναν -έναν
ώσπου  να γεμίσει το κενό
που  ο άτονος τόνος της άφησε
δειλιάζοντας μπρος στον  τονισμό
της σημασίας της.

Εκεί βρήκε την απάντηση
που γύρευε χρόνια
καθώς μέσα της τον έφερε
μα δεν τον είχε δει.

Η μη λήθη



  Ταξιδιάρικες
αυτοκαταστροφικές πατρίδες
έχασαν το δρόμο
πριν ανάψουν τα φώτα
 του γυρισμού
 και φανούν οι αδιάκριτες
του κόσμου πληγές .

Η σιωπή πήρε απ’ τη νύχτα
ρίγος
σημαδεύοντας το αιώνια
 γραμμένο παράπονο
του ομφάλιου λώρου .

Φύσηξε άγρια
 και σβήστηκε η φωνή
που έκανε τα πάντα
για να μην ακουστεί .

Εκείνοι που βρέθηκαν
δίπλα της
την κουβαλάνε πάντα.

Αρτεσιανό ύδωρ

 Ξόρκισε το να κουραστεί
να πάει να ξαποστάσει
να βγάλει η στείρα γη νερό
από το αρτεσιανό ύδωρ της πηγής σου
ν’ αναβλύσει  ωκεανούς
 να πάρουν θέση και μορφή
τα θαύματα στους ουρανούς .

Όσο κι αν πίστεψα
σε ουράνια θαύματα
σκοτείνιασε ο ουρανός
 και βρέχει  ασταμάτητα
σε ανατολή και δύση
 φουρτούνιασε η θάλασσα
τα πήρε παρανάλωμα
και χάσαμε τη φύση.

Αν είναι η μοίρα μας αυτή
ή αν είναι κάποια άλλη
μήτε ρωτώ μήτε θρηνώ
μα στέκομαι μ’ ευλάβεια
παρατηρώ
και πάω στο άγνωστο να βρω
μιαν άλλη φύση- αδερφή
όμοια μ’ εκείνη που ονειρεύτηκα
κι αναζητώ.

Κυριακή 27 Ιουνίου 2010

Στροφή



  Στον  ίδιο δρόμο περπατώ
που ώρες ώρες με πνίγει .
Δεν θέλω να τον αποχωριστώ
είδα πολλά, μαγεύτηκα
μα όλο θυμάμαι τα λίγα ,
όσα σταθήκαν αρκετά
για να κυλάω σαν βάρκα μοναχή
που υποτιμά τον προορισμό της
κι ο χωρισμός της σκίζει τα πανιά.

 Μια αυτοτιμωρία αγκαθωτή
 που ποτέ δεν  κατανόησα ,
δεν μπόρεσα να τιθασεύσω 
μ’ έκοβε  πάνω στη στροφή.

 Όσα χαρτιά  κι αν πέταξα
μπροστά μου ανεμίζουν επιδεικτικά
ξεπλένουν το μελάνι τους στο νου μου.
Φεύγω , αλλάζω οπτική
μήπως χωρέσω στο όλον. 

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Το Φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη Ομορφιά , Ο .Ελύτης

Μ΄ ένα τίποτα έζησα
Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε
Σ΄ ενός περάσματος αέρα
ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ΄ αυτιά μου
φχιά
φχιού φχιού
εσκαρφίστηκα τα μύρια όσα
Τι γυαλόπετρες φούχτες
τι καλάθια φρέσκες μέλισσες και σταμνιά φουσκωτά όπου
άκουγες ββββ να σου βροντάει ο αιχμάλωτος αέρας.
Κάτι
Κάτι δαιμονικό μα που να πιάνεται σαν σε δίχτυ στο σχήμα του Αρχαγγέλου
Παραλαλούσα κι έτρεχα
Έφτασα κι αποτύπωνα τα κύματα στην ακοή απ΄ τη γλώσσα
-Ε καβάκια μαύρα, φώναζα, κι εσείς γαλάζια δέντρα τι ξέρετε από μένα;
-Θόη θόη θμος
- Ε; Τι;
- Αρίηω ηθύμως θμος
- Δεν άκουσα τι πράγμα;
- Θμος θμος άδυσος
Ώσπου τέλος ένιωσα
κι ας πα΄ να μ΄ έλεγαν τρελό
πως από ΄να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

διχάζεται η αλήθεια

  Αυτά τα μάτια δεν μπορώ να τα ξεχάσω
στη διαδρομή θα μου χαράσουν το σημάδι
μέσα μου  άναψε φωτιά  να ακροβατώ σαν χάδι
ένας ιππότης με κρυμμένη μαεστρία
στέκεται  πάνω σε γυμνό σκαλί.

Μύριζαν φως τα γιασεμιά στο δρόμο εκείνο
που διασχίσαμε μαζί στα σκοτεινά
εσύ φοβόσουν μην προδώσεις
 τα σπασμένα σου γυαλιά
κι εγώ διψούσα για φεγγάρια προδωμένα.

 Τελειώσανε τα ψέματα
άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου
όσα δεν είπαμε βαθιά θα καρφωθούν
στο φως σου και στο φως μου
 η αλήθεια θα γερνά
 και τα παιχνίδια όνειρα δικασμένα.

Μονολογούσα κι έτρεχα
σαν αστραπή να σε προλάβω
για μια στιγμή στο κοίταγμα σου να χαθώ
το τραίνο αυτό είχε ξεχάσει να επιστρέψει
μια αφορμή ζητούσα απ'τον εαυτό μου να κρυφτώ.

Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

Ζήτησε η ώρα ορίζοντα



   Ζήτησε  η ώρα ορίζοντα
τους δείκτες να κουνήσει
μες στην εικόνα τη χλωμή
ξεχώριζε το μάταιο βήμα. 

  Ζήτησε η ώρα απ’ τ’ άκρα της
να πάψειο ηδονικός χορός
 που μπλέκονταν με στάχυα
διότι ο χρόνος λύγισε
και πάει γι άλλο πλανήτη.

 Ζήτησε η ώρα ν’ ανεβώ
να δω απ’ το σκαλοπάτι
πόσες γενιές συντρόφεψε
ν’ αδράξουνε τη μέρα, 
ήταν πολλά τα δώρα της
κι οι  νύχτες που γιατρεύει .

Σαν παλικάρι στάθηκε
 να βλέπουμε φεγγάρι
τη γη απ’ τη μια να οργώνουμε
κι άλλοτε να την ποδοπατάμε
όταν εκείνη  σαν μαξιλάρι
τρυφερά μας κοίμιζε στο προσκεφάλι .
  
  Η ώρα έγειρε σκυφτή
στο πέμπτο σκαλοπάτι ,
 λίγη  στοργή επιθύμησε
  και μια ματιά  ξεχωριστή
 να πάψουμε να θρέφουμε ανούσιες πορείες.

 Ένα μαντήλι κούνησε
 μετρώντας τα παιδιά της.
Στον ήλιο κάνει  προσευχή
κουράγιο να τους δώσει
που ‘χαν τα μάτια τους κλειστά
όταν τους εχαρίσθει.

Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Άλλοθι

 Με μια ξεκούρδιστη κιθάρα
παίζουν απόψε οι νότες ,
το ταβάνι χαμηλώνει
ο τοίχος ξεβάφει πετώντας μπογιά
θέλοντας να χρωματίσει
τη ζαρωμένη μούρη μου
που τα ‘παιξε χωμένη στην κλειδαρότρυπα
φαντάζοντας την πόρτα ν'ανοίγει 
κι οι σκέψεις να ορμάνε να με λιώσουν.
Μόνο αυτές μπορούν να μ' αφανίσουν
κι ας φτιάχνομαι ότι απ' τους άλλους απειλούμαι.
Εμένα  καταδιώκω.
Το υπόλοιπο είναι κατασκεύασμα ,
άλλοθι του εθισμού μου στη φυγή.
Δεν γίνεται να ισιώσω σήμερα
πάλι θα βλέπω με τα μάτια μιας άλλης οντότητας.

Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

Είναι που συνομιλείς

  Είναι που συνομιλείς 
με τα θραύσματα του τυφώνα
που κομματιάζουν  τη σκέψη μου.
Γέρνω καθηλωμένη στο αγκάλιασμα της φωνής σου 
σα με παρατηρείς
ή καλύτερα σε όσα  μου μαρτυρούν
οι λέξεις που σκεπάζεις 
αλλιώς δεν δύναμαι  ν’ απαντήσω
στα πώς και στα γιατί 
του χάσματος που αναμοχλεύει το παρόν.

   Είναι που συνομιλεί
η διαφορετικότητα των εννοιών 
που στρογγυλοκάθονται στο οπτικό μας πεδίο  
χτυπώντας το τζάμι του καθρέφτη , 
όχι για να τον σπάσουν
επιθυμούν μαζί κάποτε να συμπλεύσουν  .


Τρυπώνουν 
στις χαραμάδες που γλίτωσαν
από τη μανία του εγκλεισμού μας
στην πίσω όψη που καίγεται
μη τυχόν εκπέσουμε 
σε οίστρο απογύμνωσης.


Αγγίζω με τις άκρες των δακτύλων μου
τα ίχνη που αποτυπώνονται οι ευχές
του ζην
καθώς  ακροβατούμε στην ομοιότητα 
των αδιάστατων σημείων από το α ως το ω. 


Είναι που συνομιλώ με το ανυπότακτο 
που δραπετεύει όταν ξεχνιέσαι
πασχίζοντας με αυθάδεια
να ενσωματωθώ στο σχήμα του
 την ώρα που θυμάσαι.

Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

Φωνή σ'αυτά που έχουν σωπάσει ~song~



    Γυρίζω εδώ σε όλα αυτά που είπα ν 'αφήσω
 μ' ένα τρεμάμενο τιμόνι πώς να στρίψω
είναι πολλά τα περασμένα μου γινάτια
κι όσο κι αν θέλω δεν μπορώ να λησμονήσω.

 Σ' ένα καθρέφτη φιλάω τα γραμμένα 
ό,τι υπάρχει από εσένα κι από εμένα
απ’ το καλό κι απ’ το κακό τι να ζητήσω
σε πίστεψα απ' την αρχή παίρνοντας ρίσκο.

R  Υγρές ψιχάλες με γυρνούν στα βήματα σου
 τυφλές σαν έρωτας στις φλέβες τρικυμία
 στάζουν τ ’αθάνατο νερό  μέσα σε θάνατο αργό
 βάζουν φωνή σ' αυτά που έχουνε σωπάσει.

  Άκου πώς τρέμει  η καρδιά
γαζώνει το άγνωστο σαν χαραυγή στο οικείο
το είναι σου άπιαστο αγρίμι μες στο κρύο
φεγγάρι ολόκληρο ενώνει εμάς τους δύο.

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

άτιτλο




Χρόνια φθοράς
ζητούνε τάχα περισσότερα
 απ' όσα δικαιούνται ν' αποκτήσουν ,
δεν συνηθίζονται οι υπάρχοντες περιορισμοί
που τάχτηκαν τα βασανιστικά τα Μη να ξεχρεώσουν .

Βυθίζομαι στον απόηχο τους
που με ξυπνά στον ύπνο μου τις νύχτες
μ' ένα παράπονο  σκιαγραφημένο
στην όψη τους 
σαν πεταλούδα δίχως χρώμα ,
εναντιωμένα  που δεν μπόρεσα να δραπετεύσω.


Αν



Αν
αν με άκουγες
μπορεί να έτρεχε στ’ αυλάκι το νερό,
μπορεί να μίλαγαν οι πέτρες
και το ηλιοβασίλεμα να σου ‘ραβε
στολή ευδαιμονίας.

Με το εγώ μην λάχει ν' ανακατευτείς
τα στήθη του μαρμάρωσαν
απ’ τα πολλά τα κάστρα γύρω
και πια δεν τα λυγίζει ούτε η αφορμή
που σέρνει μιαν  αλήθεια.

Αν  με πίστευες
θα χόρευαν τα δέντρα γύρω μας
και οι σκιές θα λούζονταν μπροστά μας
για να γευτούν λίγο απ' το φως
εκείνου που αλλάζει.

Αν  κι ήταν λάθος το σωστό
η πράξη δίχως λόγο
εσύ έτσι μου δίδαξες
να βρω δικό μου δρόμο
κι ας έκλεισες τη μοίρα σου
μες στα μονάκριβα σου τείχη.

Χάρισε μου

   Χάρισε μου
δυο λευκές ορχιδέες
να  κοιτώ που γέρνουν οι κόρες
 των ματιών τους
προς το παράθυρο σαν βγαίνει ο ήλιος το πρωί
δίνοντας μου σημάδι
πού βρίσκεσαι όταν λείπεις.
 
Να πατώ στις μύτες των ποδιών μου
αθόρυβα να σε συναντώ
μελωδικά να σιγοτραγουδά το είναι μου
καθώς ξαναγεννιέμαι από την πνοή  σου
σα σμίγουν οι ανάσες μας.

Σαν γινωμένο αφάγωτο  σταφύλι
η έκφραση σου χρωματίζει την μέρα μου.
Αχ, θέλω να σ'έχω.

  Σπείρε κάθε καλό στο πέρασμα σου
ν’ απαλλαγώ απ' την υποψία
ότι κι εσύ θα σκοτώσεις το πέταγμα μου
όπως κάνουν στα  πουλιά οι κυνηγοί.

 Πείσε με
για την μεγαλοσύνη της ψυχή σου
παραμερίζοντας τη σκληρότητα
που τραυματίζει τα φτερά μου.

Κυριακή 16 Μαΐου 2010

Η φωνή που δεν άκουσα



 Με τα χέρια να αιωρούνται
ψηλαφίζοντας διστακτικά την υγρασία
ενός σύννεφου που δακρύζει
ενώνομαι στο άνοιγμα του κύκλου ,
σε ξαναβρίσκω

αφουγκραζόμενη την ηχώ 
της παιδικής φωνής να με καλεί
και φορώντας τα φτερά που μου χάρισες 
συνεχίζω  να φτάσω στο σημείο
που με σκοτείνιασε κι αποτραβήχτηκα.

  Δειλά αναμετριώμουνα

 μ'εκείνο που με προσδιόριζε
όπως ο άνεμος  
που μερικές φορές φυσάει απροσδιόριστα  
δίχως να ξέρει κατά πού να κάνει.
  
 Τάχα η δύναμη κραύγαζε
σε σχήματα  που τα ερμήνευα φωτεινά
μα  ξαναγγίζοντας τις άκρες 

του κύκλου που νόμιζα θεριό
σπίθες ψιθύρισαν πως μόνο αν επέστρεφα εκεί
αντικρίζοντας το ασάλευτο δάσος
 με ψύχος που σαλεύει
παντοτινά θα κατέρρεε το επίμονο ουρλιαχτό.


Τύψεις 
για τις μέρες που περάσαμε  χωριστά ,
δεν  φανταζόμουν  την ελευθερία

που χαρίζουν τώρα που είμαστε ΈΝΑ.

Κυριακή 9 Μαΐου 2010

ΜΑΝΑ ΚΟΥΡΑΓΙΟ Μ.ΜΡΕΧΤ , Σκηνή Τρίτη

ΜΠΕΡΤΟΛΝΤ ΜΠΡΕΧΤ Μετ: ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΑΡΖΟΓΛΟΥ
ΜΑΝΑ ΚΟΥΡΑΓΙΟ
Σκηνή Τρίτη.
Η Μάνα Κουράγιο σε πολιτικό κήρυγμα.
ΜΑΝΑ ΚΟΥΡΑΓΙΟ
Νικημένοι ; Ποιοι, εμείς ! Άλλο οι νίκες των τρανών, κι’ άλλο των μικρών.
Άλλο οι χασούρες των τρανών, άλλο των μικρών. Ξέρεις, καμιά φορά η νίκη
των αποπάνω δεν παναπεί και νίκη των μικρών. Καμιά φορά μάλιστα, αν θες
να στο πω, η χασούρα του μεγάλου είναι κέρδος γι’ αυτουνούς που
βρίσκουνται στον πάτο —για μας δηλαδή. Εμείς οι μικροί τι έχουμε να
χάσουμε — την τιμή μας μόνο. Χαρά στο τζοβαίρι, αυτήνε ας τήνε χάνουμε
καθεμέρα. Μια δόση θυμάμαι, στη Λιθουανία, ο Λοχαγός μας έπαθε τέτοια
νίλα απ’ τον εχτρό σ’ ένα πατατράκι, όπου διαλύθηκε το σύμπαν. Όπου εγώ,
μέσα στο σαματά και στο πατείς-με-πατώ-σε βάνω στο χέρι μια γκρίζα φοράδα
άλφα πράμα... Με βόλεψε εφτά μήνες ολάκερους, την είχα ζέψει στον αραμπά
—μεγαλεία ! Όπου απάνω στους εφτά μήνες νικάμε, γίνεται καταγραφή, και
πάει η φοράδα. Ό,τι και να πεις όμως, τι χασούρα τι νίκη, για μας τους μικρούς
είναι άσκημο πράμα, πάντα εμείς το πληρώνουμε. Το πιο καλύτερο είναι να μη
γίνουνται μανούβρες στην πολιτική.
��

Δεν υπάρχει ιδιοκτήτης



Δύο τελείες
ορίζουν τόπο συνάντησης
σαν ταίριασμα ανάμεσα σε φράσεις
ο στίχος δυσκολεύεται να κλείσει
συνήθισε τα πειρακτικά ανοίγματα
που τον απογειώνουν .

Φυλαγμένα σημάδια
εστιάζουν στο ασυνήθιστο φόντο
ενός μετέωρου άλματος
όταν χαμηλώνουν τα φώτα
κι ο στόχος συμπίπτει με την ηχώ
αγκαλιασμένοι στο άπαν.

Κούκλες μεταμορφώνονται
απ'του χορού τα βήματα
ζώντας πολλές ζωές
κρυμμένες σε όστρακα μαργαριταριών
δεν υπάρχει ιδιοκτήτης σε αυτό το σπίτι
δεν δίνουν αναφορά.

Κλείνουν κι ανοίγουν τ' ακροδάχτυλα
η υπεροχή αναστατώνεται
μπρος στα περίεργα βλέμματα
κι η μελωδία συνοδεύει το απόκτημα
που εκτίθεται και θέτει .

Ας πέρασε η ώρα

                   
   Ώρα περασμένη
διαθέσεις που ξεδιπλώνονται 
 σαν ένα συνοθήλευμα που δεν διακρίνω 
κι εγκαταλείπω την στάση τους .
Όχι δεν παραιτούνται
τις κρατώ γι' άλλη στιγμή 
που έξω ο αέρας θα είναι πιο δροσερός 
κι η ανάγκη θα μ' έλξει πάλι
 στο πεδίο της πλάνης  που πορεύεται γυμνή
με τους πόρους πρόθυμους  ν' ανοίξουν στο κάλεσμα. 

Λόγια που δεν ειπώθηκαν 
 κοφτερή λεπίδα
 η έκφραση του προσώπου σου 
σαν μαχαίρι που δεν με τελειώνει ,
μ΄αφήνει να σπαρταράω  
μέχρι να ομολογήσω την ενοχή 
καθότι παραβίασα ό,τι είχε ψυχή.



 Τα  ζωντανά της κύτταρα
σε κάνουν  κατάχλωμο
 και ναι όντως πρέπει να πληρώσω 
το τίμημα
 κι ας παραμείνει στη γωνία η ετοιμότητα 
που ακόμη στέκεται δειλή.

   Αύριο ,
ίσως αύριο να ωριμάσει κι άλλο ο χρόνος
 ίσως τα συναισθήματα ξανακλειστούν στο χθες
έτσι δαιμονισμένα ως έγιναν
 που εκμαιεύτηκαν χωρίς αντίκρισμα.
Δίχως ανταπόδοση στο βωμό της ελευθερίας
που λυτρώνει την άβυσσο που με παρακινεί.


Κι εσύ ψάχνεις μανιωδώς 
 τον τρόπο να μ' εξοντώσεις
κι ας πέρασε η ώρα 
κι ας συνήθισες σιγά- σιγά.
Καταλαβαίνω μα δεν σου χαρίζομαι
 υποτακτικά.


Λίγο ακόμη  ναι
 μπορεί να χρειάζεται λίγο ακόμη
 κι ας πέρασε η ώρα.

Ανέβαινα

Ανέβαινα  δίχως να δω που βγάζει
οι ουρανοί κοβόντουσαν 
τ’ αστέρια σπαρταρούσαν 
σαν ματωμένες άμαξες  που ‘σερναν γαλαξίες
κι εκείνοι έχαναν το φως  να μην θρέψουν ό, τι αγριεύει την ψυχή 
σαν ταρακουνά τον θυμωμένο άνεμο 
ψάχνοντας για προσάναμμα στις άσωτες τις ώρες.

Τα δάκρυα στέγνωναν 

επάνω  στ’ άσπρο άλογο που χρόνια καβαλάω 
ως να προφτάσω την τυχερή  αχτίδα μου
που τη ζωή μου κλέβει
πουλώντας με σε ακριβές δύσβατες οθόνες.
Μοιάζει να συμπονώ τις άκρες της όταν μ'αγγίζει
γυρίζει, καθρεφτίζεται 

κι όλο ξανασηκώνομαι δίχως να ξέρω πώς.

 Ανέβαινα ανυποψίαστη

όταν μια αιθέρια μορφή μου έκλεισε τα μάτια 
απ' το άλογο τραυμάτισε το ένα του ποδάρι
για να μην δω που βρίσκομαι 

νιώσω ότι έφτασα όπου πρόσμενα 
 και σταματήσω .

Κι έτσι συνέχισα γιατί ήθελα να δω.

Ανέβαινα σαν έντομο  μέσα σε ρετσίνι
η φλέβα μου ανατρίχιασε

όταν στη μήτρα ξαφνικά ρίζωσε νέα ζωή  ν'ανθίσει .
Πέφτω απότομα στη γη ,
την ιστορία να θυμηθώ 
και να μου πει ποιά είμαι.