Η ώρα τέλειωσε στα δίχτυα
της αλύγιστης σιωπής
ποτίζοντας τα ξεραμένα δάκρυα
με σταγόνες που ζωήρεψαν
πατώντας την ανάγκη
του έρμαιου εαυτού για αυτολύπηση ,
κατασπαράζοντας τον ηττημένο στρατιώτη
πίσω από την ετικέτα που βαρέθηκε
ταπεινωτικά να υπογράφει.
Χείλη κλειστά στο στοργικό άγγιγμα.
Με τσακισμένη την ανάσα
των φτερωτών δακτύλων του
στέκονταν σ' ένα μετέωρο φανάρι
που ξέχασε ν' αναβοσβήνει .
Τετριμμένες αποφάσεις
εναντίον κι αυτές
του μίσχου που κόπηκε
κατά την λεηλασία αλλόκοτων συγκυριών
ξεπερνώντας το όριο
αψηφώντας τον ήχο του κοτσανιού που τρίζει.
Η ευθύνη μαζί κι η ανοχή
κι αυτές στο πουθενά συγκατοικούσαν .
Οδοιπορικά ανηφορίζουν στην κάθοδο ,
απαξιωτικές συνομωσίες
με τα είδωλα ολισθαίνουν.
Η ιδιαιτερότητα δεν περνάει απαρατήρητη
φθονείται από κρύες σάρκες.
Μόνο σάρκες.
Αντικριστά
πρόσωπο με πρόσωπο
ουλή με ουλή ,
βλέμμα δικαιολογημένα αδικαιολόγητο
κι η ύπουλη δήθεν συμπονετική πνοή
ν' αργεί την επανάσταση .
Εκείνος ή οι Άλλοι ;
Πόσοι; Ένας .
Το μηδέν παραφυλάει στα πατώματα
ν' αλιεύσει αδυναμίες
εκπνέοντας τη μολυσμένη άνοιξη.
Πολλοί γυροφέρνουν
και τα διαμάντια είναι για λίγους
θέλει δουλειά να τα κερδίσεις.
Στη γωνία καραδοκεί η επόμενη μάχη
τραβώντας τον από το δεξί μπράτσο
που ατόνησε ,
έμαθε όμως να υπακούει
σε ό,τι απλόχερα του χαρίστηκε.
Σ' εκείνον .
Αριστερά του στέρνου
στη θέση της καρδιάς απλώνονταν μια θάλασσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου