Χρόνια αυτός ο άνθρωπος γυαλί
καθηλωμένος
κοιτάζει λαίμαργα το συντριβάνι
καθηλωμένος
κοιτάζει λαίμαργα το συντριβάνι
βουτάει μέσα του
ξανά και ξανά
μα σαν να μην βρέχεται ποτέ
δέντρο ζωής διάφανο να γίνει
να ποτιστούν κι οι ρίζες να γλυκάνουν
να ξεθυμάνουν τα αποσιωπητικά
συν αρμο λογήσ εων
σαλτάροντας για το μεγάλο σάλτο
άρ(ω)μα αγέννητο ως τα χθες.
ξανά και ξανά
μα σαν να μην βρέχεται ποτέ
δέντρο ζωής διάφανο να γίνει
να ποτιστούν κι οι ρίζες να γλυκάνουν
να ξεθυμάνουν τα αποσιωπητικά
συν αρμο λογήσ εων
σαλτάροντας για το μεγάλο σάλτο
άρ(ω)μα αγέννητο ως τα χθες.
Τι κι αν στραγγίζουν
τα γυαλιά από την βροχή
αντανακλάσεις ικεσίας
δεν σπάει να μιλήσει
ν' ακουστεί ζαλισμένος έστω
από τον μαγεμένο Λόγο
με μάτια χελιδόνια μετανάστες έστω
_κάποιος πουλάει το βασίλειο του
για ένα Άλογο
καλπάζοντας μέσα από θρόμβους νύχτας πηχτής
στο ξέφωτο αίμα ,
αφθονία με μια λάθος κίνηση
αντί για χρόνιες σωστές αντιπαραθέσεις _
όχι θραύσματα του ποτέ και γιατί
τι πανοπλία θα έχω ύστερα
κύμβαλο αλαλλάζον
ποιός να προσμένει
χάνομαι.
Σώπασε.
τι πανοπλία θα έχω ύστερα
κύμβαλο αλαλλάζον
ποιός να προσμένει
χάνομαι.
Σώπασε.
Λες καμιά φορά η ζωή
είναι πιο μαβιά από τα σύννεφα
μα δεν ξεβάφει μυτερές απολήξεις
τίποτα δεν τον διαπερνά ;
Όσο για τα αχανή περάσματα
ούτε λόγος
εκεί μπροστά στα μάτια του
θα φτύνει το άπειρο
ασυμβίβαστος με ότι δεν φαίνεται
με μια θέα παραγινωμένη
έτοιμη ν' αφανιστεί .