Όσο απουσιάζεις τόσο θα έρχομαι
το πολλαπλό σου είδωλο μετέωρος αποσπερίτης
στα έγκατα των Αναληφθέντων .
Όσο σκάβω εξοστρακίζονται κομμάτια
καθρεφτάκι και βωμός ,
θύμησες α πατημένες οίστρος σε χειμερία νάρκη
από τα ναρκοπέδια που κυλίστηκε
αψηφώντας
ελπίδα ότι κι οι κάφροι κάποτε αλλάζουν
-τίποτα δεν ηττήθηκε προηγείται η αποπλάνηση -
πρόγραμμα που παρέλυσε στον δίσκο τον σκληρό
λευκό σεντόνι στην σκηνή
χάθηκε ο ρόλος ήρθε ο θεός.
Βαμμένα σπίτια από μετάξια
κρόσια ιστορίες φωτιστικά τρεμάμενα
ίσα που κρέμονται σε τοίχους
αγαπημένα κι έρημα πια
σαν αποτσίγαρα σε θήκες δίχως τσιγάρο
μόνο καπνός νοσταλγίας του άπαιχτου κόσμου.
Δεν βρέχει φως να με ζεστάνει
όταν σηκώνω το φουστάνι
άδεια εικόνα πλήθος χαρμάνι
αποστολή
τα σχήματα με εξαναγκάζουν να οριοθετούμαι
ξύστρες για κοφτερές μύτες μαρκαδόρων
κομματιάζοντας τα ίχνη της σκιάς
μουτζουρώνουν τον κύκλο και χάνω την έξοδο
βαμμένη κύκλος ζαλίζομαι
σαν πικρόγλυκο στο βάζο νερατζάκι
να δαγκώσω την πίκρα να πηδήξω έξω.
Φτέρνα σκληρή
για να βυζαίνει μάτι η φωνή
ρωγμή γαζώνει την άπληστη στιγμή ,
παπουτσάκια λιωμένα σε καιρούς ανταρσίας
σκιαγραφώντας παλάτια στην άμμο
και κουβαδάκια να πίνουν τα πουλιά νερό
να έχει δροσιά ο ουρανός
να έχει δροσιά ο ουρανός
χτίστες χρυσής τομής στο αδιαίρετο δι' ευχών *