Κι αν γράφω σε λευκό χαρτί
είναι για να ξορκίσω σκούρες κηλίδες
σε άκρες που εξαντλείται το παρόν,
την κατά μέτωπο εισβολή μιας άνευρης χυδαιότητας
στο όνομα μιας ακριβής σοφίας.
Στραγγισμένοι ορίζοντες ναρκώνουν
την διψασμένη μήτρα ψάχνοντας εξιλέωση σε άνανδρους γαλαξίες.
Όνειρα μασημένα σε μια σταλιά γκρεμό
οι λακκούβες σκάβουν την πιο θρασσύδειλη φτυαριά τους .
Ανακάτεμα φθαρτής ευφορίας που αδυνατείς να χωνέψεις
στέκει σαν σκιάχτρο στο μπαλκόνι του τρίτου ορόφου
κρεμασμένη από τσιμπιδάκια δαγκώνοντας τα σπλάχνα.
Κι όλο στεγνώνει από έναν καμμένο ήλιο.
Κι ύστερα μένεις μόνη
σε χρεωκοπημένο ουρανό
απ' τα νύχια της ύπαρξης σου .
Κοιτάω μπροστά κι όλο φεύγω από εκείνο που δεν έρχεται ,
μένω πίσω και πνίγομαι απ' αυτό που δεν θέλω να θυμάμαι.
Ένα φορτίο ασήκωτο σήκωσε την ψυχή και πάει ,
πρελούδιο ωχρό τρύπωσε στην αναρχία του αγωνίζομαι
μελωδία απ' την καταχνιά του ανήθικου με πριονίζει,
μα η σιωπή κάνει τον μεγαλύτερο κρότο
μέσα από ανοιχτή πληγή σκίζοντας τις σελίδες.