Ρίχνει και ρίχνει
δεν σταματάει ,
κανείς δεν ανάβει τα φώτα
κι οι αστραπές έπαψαν πια να διώχνουν τα σκοτάδια.
Ρίχνει να ξεπλύνει ό,τι δεν φάνηκε ,
να σωθεί απ' τον πολύπαθο ήχο
της σκουριασμένης καραμπόλας που κυλιέται
έχοντας χάσει τον έλεγχο
που ποτέ δεν απέκτησε στοργή ως απεριποίητη κούκλα
ούτε υπόσταση απέκτησε ,
δεν αποκτιέται το αλαβάστρινο σώμα
όταν χαραμίζεται στο βάθρο
των ερωτοτροπόντων δήθεν.
Βασανίζεται να νιώσει υγρασία .
Απέναντι.
Όλα αρχίζουν απέναντι .
Το εδώ παραμυθιάστηκε από τον μύθο.
Μυρίζει το χώμα , ζωντανεύει η πλοκή
νεκρή φυσιογνωμία αναπαριστά τον βιαστή.
Εκεί που δεν υπάρχουν αρσενικά και θηλυκά
δεν αφορά κανέναν κάτι τέτοιο εκεί.
Τους τέλειωσε μαζί με τις ψαρωτικές απολογίες ,
δίχως συμπεράσματα να πνίγουν την ελευθερία.
Κι ό,τι απέμεινε βουλιάζει στο περιθώριο
σαν αρχέγονο βακτήριο
που φέρει την ευθύνη για τη δημιουργία
Διαλύεται κι αυτή σαν υψώνεται η φωνή ,
αντιμιλά στο ήθος που σου χάρισα.
Σαν απειλή που τρέφεται
από την σάρκα που προδίδει.
Και προδίδεται.
Σε κέρδισε , κατάργησε κι εμένα
οδύνη μετράνε τα λεπτά
και χάσαμε τις ώρες.
Λάσπωσαν τα παπούτσια των εραστών
της βροχής
από τον τρόμο του κενού,
της γυναικείας κραυγής που ξεσπάει με λύσσα
όταν την δαγκώνουν
αντιμέτωπη με την παθητικότητα του ίσκιου.
Με την ανυπεράσπιστη ευαισθησία
μ' αυτήν την πάτησε και ο χρόνος.