Χάθηκα στ’ όνειρο
που δεν ξενύχτισε μαζί μου,
μέσα στα σύννεφα
σκορπίζονται
κάθε που σουρουπώνει
φαντάζουν απλησίαστες .
φαντάζουν απλησίαστες .
Ηδονικές μορφές η θύμηση τους
πιάστηκαν στα δίχτυα
μιας ηχηρά αγριεμένης αστραπής
που τις παρέσυρε σε ξένους τόπους
μακριά απ’ τη λατρεία μου για σένα
τις φυγάδεψε.
Ίσκιος τρεμάμενος
μιας ηχηρά
που τις παρέσυρε
μακριά απ’ τη λατρεία μου
τις φυγάδεψε.
Ίσκιος τρεμάμενος
ψηλαφίζει αχνά το παρελθόν
που μες στις χούφτες μου χαϊδεύω
να το καλοπιάσω .
να το καλοπιάσω .
Βαρέθηκα να ξαγρυπνώ
να μ’ αγκαλιάσει η μοίρα.
Ρολόγια τρίζουν στη σειρά
σαν ανασαίνει η ώρα ,
την Πούλια σέρνει απ’ τα μαλλιά
να μ’ αγκαλιάσει η μοίρα.
Ρολόγια τρίζουν στη σειρά
σαν ανασαίνει η ώρα ,
την Πούλια σέρνει απ’ τα μαλλιά
στ’ άστρα να την τυλίξει
για να την δει ο Αυγερινός
να βυθιστεί η ματιά του .
για να την δει
να βυθιστεί η ματιά του .
Εμπόδια σπέρνει ο ουρανός ,
δεν την αφήνει άλλο να του τραγουδά
καθώς ο χρόνος γέρασε ,
πήρε μαζί του την ευχή
φορώντας το στεφάνι
καθώς ο χρόνος γέρασε ,
πήρε μαζί του την ευχή
φορώντας το στεφάνι
που τ ’άνθη του μαράθηκαν
στον κύκλο μιας πύρινης τροχιάς
που μέσα απ’ τις φλόγες
ζοφερή αναδύεται.
ζοφερή αναδύεται.
Άλλαξε πάλι η εποχή
ήρθε ξανά χειμώνας,
μυρίζει αγριολούλουδα ,
μια άγνωστη γυναίκα
σ’ άλλη πατρίδα κατοικεί ,
σ’ άλλη πατρίδα κατοικεί ,
φέρει την Πούλια στα μαλλιά
κυλάει μέσα από τα σύννεφα
νέα αυγή χαράζει.