Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Κάθε που σουρουπώνει



Χάθηκα στ’ όνειρο 
που δεν ξενύχτισε μαζί μου,
μέσα στα σύννεφα 

σκορπίζονται οι λέξεις που αγάπησα ,
 κάθε που σουρουπώνει 
 φαντάζουν απλησίαστες .

 Ηδονικές μορφές  η θύμηση τους 
πιάστηκαν στα δίχτυα 
μιας ηχηρά αγριεμένης  αστραπής
που τις παρέσυρε σε ξένους τόπους
μακριά απ’ τη λατρεία μου για σένα
τις φυγάδεψε.

    Ίσκιος τρεμάμενος 
ψηλαφίζει αχνά το παρελθόν 
που μες στις χούφτες μου χαϊδεύω 
να το καλοπιάσω .
Βαρέθηκα να  ξαγρυπνώ 
να μ’ αγκαλιάσει η μοίρα. 

    Ρολόγια τρίζουν στη σειρά

σαν ανασαίνει  η ώρα ,  
την Πούλια σέρνει απ’ τα μαλλιά
στ’ άστρα  να την τυλίξει 
για να την δει  ο Αυγερινός  
να βυθιστεί η ματιά του .

Εμπόδια σπέρνει ο ουρανός ,
δεν την αφήνει άλλο να του τραγουδά
καθώς ο χρόνος γέρασε ,

πήρε μαζί του την ευχή
φορώντας το στεφάνι
που τ ’άνθη του μαράθηκαν
 στον κύκλο μιας  πύρινης τροχιάς  
που μέσα απ’ τις φλόγες 
ζοφερή  αναδύεται.

Άλλαξε πάλι η εποχή 
ήρθε ξανά χειμώνας,
μυρίζει  αγριολούλουδα ,
μια άγνωστη γυναίκα  
σ’ άλλη πατρίδα κατοικεί ,
φέρει την Πούλια στα μαλλιά
κυλάει μέσα από τα σύννεφα
  νέα αυγή χαράζει.

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Αιτία

  Σπινθήρες πετούν τα μάτια απόψε
 γυρνώντας σε μνήμες  νωπές
 σαν να μην στράγγιξε η υγρασία
 στο πέρασμα  τους.

 Βουίζουν με μανία στ' αυτιά μου ,
βιάζουν τα σπλάχνα του ερχομού
γυρνώντας με στην καταγωγή που ξερίζωσα .

  Στρέφοντας  την προσοχή μου αλλού
 ανοίγει πιότερο η πληγή  
που σκεπάζω  με χάρτινο ύφασμα
 κι εκείνο συνεχώς ξεφτίζει.

 Ο απόηχος  τους φτερουγίζει  ξανά και ξανά
σαν εξορισμένο πουλί στο πηγάδι
με μια ασπίδα λευκού  φωτός 
στο διάβα τους ,
προστάζοντας να υποκλιθώ  στην αθανασία 

που θωράκισε  την ύπαρξη μου  

κατανοόντας έτσι την αιτία  που με επισκέπτονται.