Φράσεις αποκολλήθηκαν
απ’ τον προορισμό τους
σαν ένα ωάριο που αργοπεθαίνει
αγονιμοποίητο
δίχως να δώσουν νόημα
σε μια ιδέα συλλογική
που πάλλεται να παραχθεί.
Ίσως γιατί δεν άντεξαν
να δουν πιο πέρα.
Ίσως γιατί οι άνθρωποι
μιλάνε χίλιες γλώσσες
που τις κρατάνε μέσα τους
να μην μεταφραστούν.
Σαλεύοντας σε άδειο σπίτι
χωρίς παράθυρα
ν’ ανοίγουν όταν νυχτώνει
με γείτονες που κατοικούν στο τίποτα
και πίνουνε στο χθες.
Σε ό, τι μοιράστηκε εξ' αρχής
κάτω απ’ την ίδια στέγη
μα κόπηκε άνισα στη διαδρομή
σαν μισοφέγγαρο αδειανό
που έστρεψε αλλού το βλέμμα.
Ιδέες που ζαλίστηκαν
να ψάχνουν ένα σώμα
να βλέπει με τα όργανα ,
να σβήνει με τα μάτια
όσα πηγάζουν απ’ το εγώ
που σιγοκαίει οράματα
όπως το σπίτι η φωτιά,
όπως το νου το λίγο.
Πορεύονται μοναχικά
τον οίστρο ν’ ανακτήσουν,
θεμέλια να μπουν γερά
σε μια πορεία ανυψωτική
το όλον ν'αναστήσει.