Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

Καμουφλάζ



  Άνθρωποι  παντού
 αγνοούν κι αγνοούνται.
 Κάποιοι  υποψιασμένοι διχάζονται
 αντιμέτωποι με το βάθος της σιωπής
 που θα μικρύνει αν δεν μιλήσει.

Η θάλασσα δεν ανασαίνει
όταν  έλκεται από κύματα που ταράζουν τα νερά της.
 Κι όμως εκεί ...  Αγκιστρώνεται  σαν ψάρι.

 Άνθρωποι εδώ κι εκεί
κάποιοι πιο πέρα
και πόρνες που  έπαψαν να έρχονται
σε οργασμό  ,
βιάστηκαν από το ίδιο τους το είναι
 από τότε που γεννήθηκαν και πιο πριν ,
όλα γίναν πιο μπροστά  κι εσύ με τραβάς πίσω .

Δεν έχω ειρμό όταν ξοδεύω το χρώμα 
αγκομαχάει στην σκόρπια μου ζάλη
ποτήρια κρασί από ραγισμένο μπουκάλι.

Σταμάτησα όταν τέλειωσα
δεν ήσουν εκεί για να κρίνεις .
Καλύτερα να μην γνώριζα.

Κράτησα μόνο την μέρα για να θυμάμαι.
Εκείνη περπάτησε , εκείνη ξέρει .
Κάθε θηλυκή λέξη γνωρίζει  
ηδονίζεται  στην ανάλυση
της ετυμηγορίας της .

Εκείνη γεννά  και ξαναγεννιέται.

Αδύνατον ν' αποφύγεις τις τρύπες 
παραμένεις πιστός στο αρχέτυπο
του δράστη και του θύματος.

Κι όλο το σκας σε κάτι άλλο ,
διαφορετικό απ' αυτό που είσαι.

Θα σπάσεις αν κοπείς , ίσως κοπώ κι εγώ .
Κι ύστερα ;

Είναι ηδονικά απαγορευμένο αυτό το καμουφλάζ.

Όπως μου δόθηκαν

Πέρασαν χρόνια ώσπου να μάθω να βλέπω
τα μαλλιά μου ν’ ανεμίζουν .
Όχι απλώς να τα παρατηρώ ψάχνοντας εξηγήσεις
μα στο άγγιγμα τους να τρεμουλιάζω από χαρά
και να βυθίζομαι όλο και περισσότερο στη μαγεία
του να μην επιθυμώ ν’ αλλάξω τίποτα ,
να γεύομαι τα πάντα μέχρι και την τελευταία σταγόνα
όπως μου δόθηκαν, ολόκληρα .
Σαν ήρθε εκείνη η μέρα είχαν σχεδόν ασπρίσει .
Κι όμως υπήρξαν σημάδια που με προειδοποίησαν

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

Κι εσύ κοιτάς αλλού

                                                
                                                          
     Κρύωσε πάλι ο καιρός
στα φύλλα απλώθηκε  ξανά η υγρασία 
 αλλόκοτη η όψη του φθινοπώρου  αυτού
αλλόκοτο το ύφος των ανθρώπων
 αγρίεψε κι άλλο η εποχή.
Κοιτάζω  απ’ το παράθυρο  
ανάβοντας το πρώτο πρωινό τσιγάρο.
Ο καπνός του με ζεσταίνει.
Κανείς δεν κοιτάει προς τα εδώ,  
κανείς δεν συναντιέται με κανενός το βλέμμα.
Κι εσύ κοιτάς αλλού.

 Σκουριασμένες  κεραίες πολυκατοικιών
γλάστρες με χώμα λιγοστό
τοίχοι που σε προκαλούν να πλησιάσεις
καθώς μοιάζουν με κάστρα
που ο αντίλαλος τους γεννά φαντάσματα
να συντροφεύουν
σαν μυριστούν ερημιά.

Αλύτρωτη  η ώρα , αχόρταγο  το μέλλον
με πυξίδα που τρέμει
πλάνες υποσχέσεις για ματιές λοξές
όχι ευθείες κι αντικριστές
άνθρωποι χαμένοι  στις σκέψεις τους
σαν κάτι  να τους απασχολεί
κάτι που δεν έχει σημασία  για εσένα  
έχει όμως για εκείνους.

Έπαψαν να μοιράζονται.
Κι εσύ ρωτάς γι’ άλλα
χωρίς να σ’ ενδιαφέρει αυτό που ρωτάς
έτσι για να ρωτήσεις κάτι
όχι όμως αυτό που θέλω εγώ.
Γιατί κι εμένα κάτι με απασχολεί 
που θα με ανακούφιζε να διακρίνεις ,
να ερχόσουν πιο κοντά
 αλλιώς εκεί θα παραμένει  .

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Υπάρχει

Νύχτα
κι η πόλη αδειανή
γεμίζει από το αύριο που ερημώνει .
Το χθες ηττήθηκε δίχως πρωτοβουλία να παίρνει ,
μοναχικές οι μέρες του
βρίσκαν απάγκιο στη σκιά
που ‘βαζε Χ στο όνειρο και μείωνε την αξία.

Τα χέρια μου φιλάνε μια θηλειά
που πνίγει ό,τι χωράει μέσα της
κι ό,τι δεν χώρεσε
απ' τ' αγκαθωτά περάσματα
φαντάζει εφιαλτικό.

Άστο
σιμά είναι ο δρόμος που μακραίνει
και η αρχή κι αυτή φλερτάρει με το τέρμα
του απερίσκεπτου παρόντος .
Λογικά απελπίσου.
Οι άνθρωποι κοιτούν απαξιωτικά
όποιον δεν επιμένει ,
η ύπαρξη παρήγγειλε την προσμονή.

Το σήμερα μαθαίνει να νικά
υπάρχει στον κύκλο που διαγράφει μια τροχιά
υπάρχει στο θέλω που ανοίγει τα φτερά.

Υπάρχει το πριν και το μετά.
Υπάρχω κι εγώ που πήρα κι έδωσα πολλά.
Υπάρχει κι ό,τι δεν πίστεψες
κι εκείνο που σ' έπεισε ίσως να μην υπάρχει.

Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Δεν υπάρχει λόγος

Δεν υπάρχει λόγος
τέλειωσε στην μάχη με τον χαρακτήρα
την ώρα που έφευγα.
Υπάρχει το θέμα που έκλεισε και δεν υπάρχει.
Το είδες , φτάνει αυτό για να το αφήσεις .
Γυρνάς ;  Ν’ αφεθώ.
Δεν υπάρχει λόγος να πιστέψω.
Το πίστεψα πια.
Νοσταλγείς τις μέρες που περάσαμε
έπαψαν να θυμούνται
ίσως και να θυμούνται
όμως έτσι που αιμορραγούσαν
έπρεπε να ξεχαστούν.

Ξέχασα κι εγώ.
Ό,τι δεν είπα κράτησα.
Κόμπος, παράλληλες γραμμές
κι η επιλογή δική σου.

Τα στοργικά φεγγάρια σκλήρυναν
το πετσί τους
σκλήρυναν κι εμένα
που τρύπωνα μέσα τους
ν' αγγίξω λίγο φως.

Στο χαμό παρασύρθηκαν οι στιγμές
στο τίποτα που δεν λέει να προσπεράσει.
Σαν ένα κουβάρι που ξεμπλέχτηκε
να τυλιχτεί σε τόπο μακρινό
κόβοντας τις κλωστές
μην δέσουν ξανά ό,τι δεν δένεται.