Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

Ζήτησε η ώρα ορίζοντα



   Ζήτησε  η ώρα ορίζοντα
τους δείκτες να κουνήσει
μες στην εικόνα τη χλωμή
ξεχώριζε το μάταιο βήμα. 

  Ζήτησε η ώρα απ’ τ’ άκρα της
να πάψειο ηδονικός χορός
 που μπλέκονταν με στάχυα
διότι ο χρόνος λύγισε
και πάει γι άλλο πλανήτη.

 Ζήτησε η ώρα ν’ ανεβώ
να δω απ’ το σκαλοπάτι
πόσες γενιές συντρόφεψε
ν’ αδράξουνε τη μέρα, 
ήταν πολλά τα δώρα της
κι οι  νύχτες που γιατρεύει .

Σαν παλικάρι στάθηκε
 να βλέπουμε φεγγάρι
τη γη απ’ τη μια να οργώνουμε
κι άλλοτε να την ποδοπατάμε
όταν εκείνη  σαν μαξιλάρι
τρυφερά μας κοίμιζε στο προσκεφάλι .
  
  Η ώρα έγειρε σκυφτή
στο πέμπτο σκαλοπάτι ,
 λίγη  στοργή επιθύμησε
  και μια ματιά  ξεχωριστή
 να πάψουμε να θρέφουμε ανούσιες πορείες.

 Ένα μαντήλι κούνησε
 μετρώντας τα παιδιά της.
Στον ήλιο κάνει  προσευχή
κουράγιο να τους δώσει
που ‘χαν τα μάτια τους κλειστά
όταν τους εχαρίσθει.

Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Άλλοθι

 Με μια ξεκούρδιστη κιθάρα
παίζουν απόψε οι νότες ,
το ταβάνι χαμηλώνει
ο τοίχος ξεβάφει πετώντας μπογιά
θέλοντας να χρωματίσει
τη ζαρωμένη μούρη μου
που τα ‘παιξε χωμένη στην κλειδαρότρυπα
φαντάζοντας την πόρτα ν'ανοίγει 
κι οι σκέψεις να ορμάνε να με λιώσουν.
Μόνο αυτές μπορούν να μ' αφανίσουν
κι ας φτιάχνομαι ότι απ' τους άλλους απειλούμαι.
Εμένα  καταδιώκω.
Το υπόλοιπο είναι κατασκεύασμα ,
άλλοθι του εθισμού μου στη φυγή.
Δεν γίνεται να ισιώσω σήμερα
πάλι θα βλέπω με τα μάτια μιας άλλης οντότητας.

Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

Είναι που συνομιλείς

  Είναι που συνομιλείς 
με τα θραύσματα του τυφώνα
που κομματιάζουν  τη σκέψη μου.
Γέρνω καθηλωμένη στο αγκάλιασμα της φωνής σου 
σα με παρατηρείς
ή καλύτερα σε όσα  μου μαρτυρούν
οι λέξεις που σκεπάζεις 
αλλιώς δεν δύναμαι  ν’ απαντήσω
στα πώς και στα γιατί 
του χάσματος που αναμοχλεύει το παρόν.

   Είναι που συνομιλεί
η διαφορετικότητα των εννοιών 
που στρογγυλοκάθονται στο οπτικό μας πεδίο  
χτυπώντας το τζάμι του καθρέφτη , 
όχι για να τον σπάσουν
επιθυμούν μαζί κάποτε να συμπλεύσουν  .


Τρυπώνουν 
στις χαραμάδες που γλίτωσαν
από τη μανία του εγκλεισμού μας
στην πίσω όψη που καίγεται
μη τυχόν εκπέσουμε 
σε οίστρο απογύμνωσης.


Αγγίζω με τις άκρες των δακτύλων μου
τα ίχνη που αποτυπώνονται οι ευχές
του ζην
καθώς  ακροβατούμε στην ομοιότητα 
των αδιάστατων σημείων από το α ως το ω. 


Είναι που συνομιλώ με το ανυπότακτο 
που δραπετεύει όταν ξεχνιέσαι
πασχίζοντας με αυθάδεια
να ενσωματωθώ στο σχήμα του
 την ώρα που θυμάσαι.

Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

Φωνή σ'αυτά που έχουν σωπάσει ~song~



    Γυρίζω εδώ σε όλα αυτά που είπα ν 'αφήσω
 μ' ένα τρεμάμενο τιμόνι πώς να στρίψω
είναι πολλά τα περασμένα μου γινάτια
κι όσο κι αν θέλω δεν μπορώ να λησμονήσω.

 Σ' ένα καθρέφτη φιλάω τα γραμμένα 
ό,τι υπάρχει από εσένα κι από εμένα
απ’ το καλό κι απ’ το κακό τι να ζητήσω
σε πίστεψα απ' την αρχή παίρνοντας ρίσκο.

R  Υγρές ψιχάλες με γυρνούν στα βήματα σου
 τυφλές σαν έρωτας στις φλέβες τρικυμία
 στάζουν τ ’αθάνατο νερό  μέσα σε θάνατο αργό
 βάζουν φωνή σ' αυτά που έχουνε σωπάσει.

  Άκου πώς τρέμει  η καρδιά
γαζώνει το άγνωστο σαν χαραυγή στο οικείο
το είναι σου άπιαστο αγρίμι μες στο κρύο
φεγγάρι ολόκληρο ενώνει εμάς τους δύο.

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

άτιτλο




Χρόνια φθοράς
ζητούνε τάχα περισσότερα
 απ' όσα δικαιούνται ν' αποκτήσουν ,
δεν συνηθίζονται οι υπάρχοντες περιορισμοί
που τάχτηκαν τα βασανιστικά τα Μη να ξεχρεώσουν .

Βυθίζομαι στον απόηχο τους
που με ξυπνά στον ύπνο μου τις νύχτες
μ' ένα παράπονο  σκιαγραφημένο
στην όψη τους 
σαν πεταλούδα δίχως χρώμα ,
εναντιωμένα  που δεν μπόρεσα να δραπετεύσω.


Αν



Αν
αν με άκουγες
μπορεί να έτρεχε στ’ αυλάκι το νερό,
μπορεί να μίλαγαν οι πέτρες
και το ηλιοβασίλεμα να σου ‘ραβε
στολή ευδαιμονίας.

Με το εγώ μην λάχει ν' ανακατευτείς
τα στήθη του μαρμάρωσαν
απ’ τα πολλά τα κάστρα γύρω
και πια δεν τα λυγίζει ούτε η αφορμή
που σέρνει μιαν  αλήθεια.

Αν  με πίστευες
θα χόρευαν τα δέντρα γύρω μας
και οι σκιές θα λούζονταν μπροστά μας
για να γευτούν λίγο απ' το φως
εκείνου που αλλάζει.

Αν  κι ήταν λάθος το σωστό
η πράξη δίχως λόγο
εσύ έτσι μου δίδαξες
να βρω δικό μου δρόμο
κι ας έκλεισες τη μοίρα σου
μες στα μονάκριβα σου τείχη.

Χάρισε μου

   Χάρισε μου
δυο λευκές ορχιδέες
να  κοιτώ που γέρνουν οι κόρες
 των ματιών τους
προς το παράθυρο σαν βγαίνει ο ήλιος το πρωί
δίνοντας μου σημάδι
πού βρίσκεσαι όταν λείπεις.
 
Να πατώ στις μύτες των ποδιών μου
αθόρυβα να σε συναντώ
μελωδικά να σιγοτραγουδά το είναι μου
καθώς ξαναγεννιέμαι από την πνοή  σου
σα σμίγουν οι ανάσες μας.

Σαν γινωμένο αφάγωτο  σταφύλι
η έκφραση σου χρωματίζει την μέρα μου.
Αχ, θέλω να σ'έχω.

  Σπείρε κάθε καλό στο πέρασμα σου
ν’ απαλλαγώ απ' την υποψία
ότι κι εσύ θα σκοτώσεις το πέταγμα μου
όπως κάνουν στα  πουλιά οι κυνηγοί.

 Πείσε με
για την μεγαλοσύνη της ψυχή σου
παραμερίζοντας τη σκληρότητα
που τραυματίζει τα φτερά μου.

Κυριακή 16 Μαΐου 2010

Η φωνή που δεν άκουσα



 Με τα χέρια να αιωρούνται
ψηλαφίζοντας διστακτικά την υγρασία
ενός σύννεφου που δακρύζει
ενώνομαι στο άνοιγμα του κύκλου ,
σε ξαναβρίσκω

αφουγκραζόμενη την ηχώ 
της παιδικής φωνής να με καλεί
και φορώντας τα φτερά που μου χάρισες 
συνεχίζω  να φτάσω στο σημείο
που με σκοτείνιασε κι αποτραβήχτηκα.

  Δειλά αναμετριώμουνα

 μ'εκείνο που με προσδιόριζε
όπως ο άνεμος  
που μερικές φορές φυσάει απροσδιόριστα  
δίχως να ξέρει κατά πού να κάνει.
  
 Τάχα η δύναμη κραύγαζε
σε σχήματα  που τα ερμήνευα φωτεινά
μα  ξαναγγίζοντας τις άκρες 

του κύκλου που νόμιζα θεριό
σπίθες ψιθύρισαν πως μόνο αν επέστρεφα εκεί
αντικρίζοντας το ασάλευτο δάσος
 με ψύχος που σαλεύει
παντοτινά θα κατέρρεε το επίμονο ουρλιαχτό.


Τύψεις 
για τις μέρες που περάσαμε  χωριστά ,
δεν  φανταζόμουν  την ελευθερία

που χαρίζουν τώρα που είμαστε ΈΝΑ.

Κυριακή 9 Μαΐου 2010

ΜΑΝΑ ΚΟΥΡΑΓΙΟ Μ.ΜΡΕΧΤ , Σκηνή Τρίτη

ΜΠΕΡΤΟΛΝΤ ΜΠΡΕΧΤ Μετ: ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΑΡΖΟΓΛΟΥ
ΜΑΝΑ ΚΟΥΡΑΓΙΟ
Σκηνή Τρίτη.
Η Μάνα Κουράγιο σε πολιτικό κήρυγμα.
ΜΑΝΑ ΚΟΥΡΑΓΙΟ
Νικημένοι ; Ποιοι, εμείς ! Άλλο οι νίκες των τρανών, κι’ άλλο των μικρών.
Άλλο οι χασούρες των τρανών, άλλο των μικρών. Ξέρεις, καμιά φορά η νίκη
των αποπάνω δεν παναπεί και νίκη των μικρών. Καμιά φορά μάλιστα, αν θες
να στο πω, η χασούρα του μεγάλου είναι κέρδος γι’ αυτουνούς που
βρίσκουνται στον πάτο —για μας δηλαδή. Εμείς οι μικροί τι έχουμε να
χάσουμε — την τιμή μας μόνο. Χαρά στο τζοβαίρι, αυτήνε ας τήνε χάνουμε
καθεμέρα. Μια δόση θυμάμαι, στη Λιθουανία, ο Λοχαγός μας έπαθε τέτοια
νίλα απ’ τον εχτρό σ’ ένα πατατράκι, όπου διαλύθηκε το σύμπαν. Όπου εγώ,
μέσα στο σαματά και στο πατείς-με-πατώ-σε βάνω στο χέρι μια γκρίζα φοράδα
άλφα πράμα... Με βόλεψε εφτά μήνες ολάκερους, την είχα ζέψει στον αραμπά
—μεγαλεία ! Όπου απάνω στους εφτά μήνες νικάμε, γίνεται καταγραφή, και
πάει η φοράδα. Ό,τι και να πεις όμως, τι χασούρα τι νίκη, για μας τους μικρούς
είναι άσκημο πράμα, πάντα εμείς το πληρώνουμε. Το πιο καλύτερο είναι να μη
γίνουνται μανούβρες στην πολιτική.
��

Δεν υπάρχει ιδιοκτήτης



Δύο τελείες
ορίζουν τόπο συνάντησης
σαν ταίριασμα ανάμεσα σε φράσεις
ο στίχος δυσκολεύεται να κλείσει
συνήθισε τα πειρακτικά ανοίγματα
που τον απογειώνουν .

Φυλαγμένα σημάδια
εστιάζουν στο ασυνήθιστο φόντο
ενός μετέωρου άλματος
όταν χαμηλώνουν τα φώτα
κι ο στόχος συμπίπτει με την ηχώ
αγκαλιασμένοι στο άπαν.

Κούκλες μεταμορφώνονται
απ'του χορού τα βήματα
ζώντας πολλές ζωές
κρυμμένες σε όστρακα μαργαριταριών
δεν υπάρχει ιδιοκτήτης σε αυτό το σπίτι
δεν δίνουν αναφορά.

Κλείνουν κι ανοίγουν τ' ακροδάχτυλα
η υπεροχή αναστατώνεται
μπρος στα περίεργα βλέμματα
κι η μελωδία συνοδεύει το απόκτημα
που εκτίθεται και θέτει .

Ας πέρασε η ώρα

                   
   Ώρα περασμένη
διαθέσεις που ξεδιπλώνονται 
 σαν ένα συνοθήλευμα που δεν διακρίνω 
κι εγκαταλείπω την στάση τους .
Όχι δεν παραιτούνται
τις κρατώ γι' άλλη στιγμή 
που έξω ο αέρας θα είναι πιο δροσερός 
κι η ανάγκη θα μ' έλξει πάλι
 στο πεδίο της πλάνης  που πορεύεται γυμνή
με τους πόρους πρόθυμους  ν' ανοίξουν στο κάλεσμα. 

Λόγια που δεν ειπώθηκαν 
 κοφτερή λεπίδα
 η έκφραση του προσώπου σου 
σαν μαχαίρι που δεν με τελειώνει ,
μ΄αφήνει να σπαρταράω  
μέχρι να ομολογήσω την ενοχή 
καθότι παραβίασα ό,τι είχε ψυχή.



 Τα  ζωντανά της κύτταρα
σε κάνουν  κατάχλωμο
 και ναι όντως πρέπει να πληρώσω 
το τίμημα
 κι ας παραμείνει στη γωνία η ετοιμότητα 
που ακόμη στέκεται δειλή.

   Αύριο ,
ίσως αύριο να ωριμάσει κι άλλο ο χρόνος
 ίσως τα συναισθήματα ξανακλειστούν στο χθες
έτσι δαιμονισμένα ως έγιναν
 που εκμαιεύτηκαν χωρίς αντίκρισμα.
Δίχως ανταπόδοση στο βωμό της ελευθερίας
που λυτρώνει την άβυσσο που με παρακινεί.


Κι εσύ ψάχνεις μανιωδώς 
 τον τρόπο να μ' εξοντώσεις
κι ας πέρασε η ώρα 
κι ας συνήθισες σιγά- σιγά.
Καταλαβαίνω μα δεν σου χαρίζομαι
 υποτακτικά.


Λίγο ακόμη  ναι
 μπορεί να χρειάζεται λίγο ακόμη
 κι ας πέρασε η ώρα.

Ανέβαινα

Ανέβαινα  δίχως να δω που βγάζει
οι ουρανοί κοβόντουσαν 
τ’ αστέρια σπαρταρούσαν 
σαν ματωμένες άμαξες  που ‘σερναν γαλαξίες
κι εκείνοι έχαναν το φως  να μην θρέψουν ό, τι αγριεύει την ψυχή 
σαν ταρακουνά τον θυμωμένο άνεμο 
ψάχνοντας για προσάναμμα στις άσωτες τις ώρες.

Τα δάκρυα στέγνωναν 

επάνω  στ’ άσπρο άλογο που χρόνια καβαλάω 
ως να προφτάσω την τυχερή  αχτίδα μου
που τη ζωή μου κλέβει
πουλώντας με σε ακριβές δύσβατες οθόνες.
Μοιάζει να συμπονώ τις άκρες της όταν μ'αγγίζει
γυρίζει, καθρεφτίζεται 

κι όλο ξανασηκώνομαι δίχως να ξέρω πώς.

 Ανέβαινα ανυποψίαστη

όταν μια αιθέρια μορφή μου έκλεισε τα μάτια 
απ' το άλογο τραυμάτισε το ένα του ποδάρι
για να μην δω που βρίσκομαι 

νιώσω ότι έφτασα όπου πρόσμενα 
 και σταματήσω .

Κι έτσι συνέχισα γιατί ήθελα να δω.

Ανέβαινα σαν έντομο  μέσα σε ρετσίνι
η φλέβα μου ανατρίχιασε

όταν στη μήτρα ξαφνικά ρίζωσε νέα ζωή  ν'ανθίσει .
Πέφτω απότομα στη γη ,
την ιστορία να θυμηθώ 
και να μου πει ποιά είμαι.