Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Theodore Agrippa D'Aubinge Les Tragiques Livre II

On dit qu'il faut couler les execrables choses
Dans le puits de l' oubli et sepulchre encloses
Et que par les escrits le mal resuscite
Infectera les moeurs de la posterite
Mais le vice n'a point pour mere la sience
Et la vertu n'est pas fille de l'ignorance.

Theodore Agrippa D'Aubinge Les Tragiques Livre II

Λενε πως πρεπει να βυθιστουν οι βδελυρες πραξεις
Μες στο πηγαδι της ληθης στον ταφο κλεισμενες
Κι οτι μεσ' απ' τα γραπτα το αναστημενο κακο
Θα μολυνει τα ηθη των επερχομενων γενεων
Αλλα η διαστροφη δεν εχει μανα την επιστημη
Μητε η αρετη ειναι κορη της αγνοιας.

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Δύο στίχοι

Σταματώ εδώ που με πίστεψες
και σε πιστεύω ακόμη.
Πριν πάψουν οι αμυγδαλιές
ν 'ανθίζουν
και στα ρυάκια να λούζεται τ' αθάνατο νερό.
Τίποτα άλλο δεν υπάρχει
πιο πέρα
από εσένα κι από εμένα.
Θα το ψιθυρίζω χωμένη στο λαιμό σου
όπως τα πουλιά που κελαηδούν
χτίζοντας τις φωλιές τους.

Αθόρυβα ,εργατικά, μοναχικά.

Έτσι θα σου το ψιθυρίζω.

Συλλαβή -συλλαβή
ώσπου να γίνω ένα με το δέρμα σου,
ώσπου να ορθώσουν οι γέφυρες
ανάστημα.
Κοντά σου θα ψηλώνω
χωρίς να φοβάμαι τα ύψη.

Δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο
απ' τον έρωτα
που υποκλίνεται παρορμητικός
σκάβοντας την πυρακτωμένη χίμαιρα
και την κουρδίζει
κι οι ωκεανοί διψούν αμετάκλητα
καθώς σαρωτικά μας κυβερνά.

Εκείνος μας υποτάσσει
ή  εμείς αρεσκόμαστε στον μύθο;
Μύθος γητευτής ως είναι ρίχνει τα βέλη του.

Κάτω από τις φτερούγες του μας ακουμπά
προστάζοντάς μας ν'απαρνηθούμε
την προδοσία
που τον καταρρακώνει .
Με τα μακριά μαύρα της μαλλιά
εμποδίζει τους λωτούς ν'ανοίξουν.

Έτσι την είδα χθές να έρχεται
καβάλα πάνω σ'ένα μεγάλο
θυμωμένο άλογο
να πιει απ' το γίγνεσθαι νερό.
Αυτή θέλει να τον κάνει να αιμορραγήσει ,
να φάει τα λύσσακά του.
Του τάζει νέα σώματα
και απολαύσεις νέες για να σε πάρει
από εμένα.
Γυναίκα είναι κι αυτή,
ρίχνει τα δίχτυα της
να ικανοποιήσει τον αδηφάγο της εαυτό.

Γυρνούσε εδώ κι εκεί
με μια παράξενη ανησυχία
στο βλέμμα
σαν την δαιμονισμένη Κλυταιμνήστρα .
Μια δυσθυμία την διακατείχε
κι έτρεχε.

Πανούργα Κλυταιμνήστρα,
δεν σου ζητώ να με διδάξεις.
Φίλα με ,έλα, θέλω να μάθω
τι γεύση έχουν τα χείλη σου
και σέρνονται όλοι πίσω σου.
Μετά πεθαίνεις , αδίστακτα
όπως αδίστακτη είσαι κι εσύ.

Φίλα με Κλυταιμνήστρα να δοκιμάσω,
ν' απαγκιστρωθώ από εσένα.

Κοιμόσουν καλέ μου
οι πόρτες κλείναν ,
η Σελήνη λαμποκοπούσε αγέρωχη
κι εγώ σε κοίταζα.
Η ματιά της με τριγύριζε.
Δε θα την μιμηθώ
μόνο να μάθω πώς φιλάει.

Ο Αδάμ δεν πρόδωσε την Εύα
στις δύσκολες αποστολές.
Έφαγε εκείνη τον καρπό
και την ακολούθησε πιστά
στην προαιώνια συμφωνία τους.
Χάρη στο μήλο αυτό συναντηθήκαμε
εμείς.

Οι άνθρωποι πρόβαλαν τις ταμπέλες
του απαγορευμένου
κι έφτιαξαν ιστορίες πλάνες.
Η μικρότητα του μυαλού
βολεύεται σε φτωχικά πεδία.

Κρούει ο έρωτας τα εμπόδια
που σαν αστραπές τυλίγονται
στην καταιγίδα
και παράκληση κάνει θερμή
να μη λυγίσουμε και κόψουμε
τα γιασεμιά
πριν νιώσουμε το άρωμά τους.

Τότε ακριβέ μου
εσύ κι εγώ θα δούμε .

Εκείνος το ζητά
να λυτρωθεί η ψυχή του
απ'τα πάθη
κι άτονα τα φωνήεντα παραληρούν
στον εθισμένο πόνο.

Μη με ρωτάς απόψε τι.
Θα δούμε.

Από ποιανού το χέρι
θ'άλητεύσει η προδοσία ;

Όχι, στην σκέψη αυτή
με πιάνει τρόμος
και συρρικνώνομαι.
Πρέπει να προσπαθήσω.

Δεν θα την αφήσω ,
για εσένα και για εμένα
γιατί με πίστεψες και σε πιστεύω
κι ετούτο δεν μπορεί κανείς να το πειράξει.
Τα νύχια σου με γραπώνουν  Κλυταιμνήστρα ,
εμένα θες ή τον καλό μου;

Θα είμαι εδώ γυμνή
να μετρώ τα άνθη της αφοσίωσης
καθώς θα μεγαλώνει
και θα ευωδιάζει ο τόπος
 από αγγελική ευγνωμοσύνη.
 Λαχταρώ να έρθει η μέρα εκείνη
να μας επαινέσει.

Τι μεγαλοσύνη της Ατράκτου
που παρακολουθεί.

Αγκάλιασε με σφιχτά
να σβήσουμε μαζί του νού μας τα κεριά.
Μην με αφήνεις μόνη, φοβάμαι.

Δεν του αξίζει να τον απογοητεύσουμε
εκείνος μας μάγεψε ,
θα κάνω ό,τι μου ζητήσει
φτάνει να μείνει πιστός μαζί μας,
μέσα μας.
Μη την κοιτάς στα μάτια
δηλητήριο στάζει.

Να ψάλουν οι άγγελοι χρησμούς ,
να σωπάσει ο φθόνος των ανθρώπων .

Εσύ; Θα προχωρήσεις;
Θα υπερβείς;

Θα τους ακούς κι εσύ όπως κι εγώ.

Μοιάζουμε λες σαν δυο στίχοι
που αγαπήθηκαν
μα δε χωρούν στην ίδια μουσική.
Τι το ασύμβατο υπάρχει σ' αυτό ;
Ακόμη και σε γυναικείο κορμί
να κατοικούσε η ψυχή σου
εγώ πάλι θα σε λάτρευα πιστά.

Ηδονίζομαι με τις εισπνοές που αρπάζω
απ' το τραύμα
των παιδικών σου χρόνων
που με συνθλίβει όμως συνέρχομαι μετά.
Μη μου τις ακυρώσεις,
δεν αντέχω τις στερητικές μανίες.

Όλα τ' άλλα μοιάζουν μάταια
μπροστά σ' αυτή τη θεία γεύση.

Κι αν είναι ο πόνος ιστός
της σύνδεσής μας
και μέσα σε καθρέφτες
 αντανακλάται
εκείνο που φοβάται να φανερωθεί
ποιόν αφορά και ποιός έχει δικαιώματα
 πέρα από εσένα κι εμένα;

Κι αν δεν κολλάνε οι στίχοι μεταξύ τους ;
Εγώ σε αγαπώ
γιατί στα επόμενα χρόνια
θα σβήσουν οι έννοιες του λάθος "παντρέματος",
θα δεις.
Τώρα μας δυναστεύουν  φόβοι , αδυναμίες
κι οι άνθρωποι θολώνουν.

Πάλι κοιτάς αλλού
πού, πού ; Πού θα σε βρω;
Θα σε βρω;

Κι αν οι στίχοι στηθούν παράλληλα.;
Κι αν αυτή η πόρνη ομορφαίνει
όσο οι εραστές της θα πληθαίνουν
πού θα πας ; Σε ποιά μεριά;
Των τόξων, στα βέλη ,
στο νερό ;

Τότε εσύ κι εγώ τελειώνουμε
επειδή οι νότες μας δονούνται
αταίριαστα στον ήχο
-συγχώρα με αν μπέρδεψα τη λέξη-
για σύνθεση μελωδική
που ίσως κάποιες φορές κουράζει;

Όμως εγώ θ'αλλάξω.

Οι συνθέσεις πάντα μπλέκονται
και δοκιμάζονται απ' τ' αόριστο.
Κατά ένα τρόπο συμπληρώνουν
το ελλιπές και το αδοκίμαστο.

Άλλο απ' αυτό δεν ξέρω
κι έξω βρέχει ασταμάτητα
για εσένα και για εμένα.

Σταμάτα εδώ λοιπόν
να μείνουμε πιστοί σ' εκείνον.

Ίσως τότε συναντηθούμε
λατρεύοντας το ίδιο τραγούδι.
Το τραγούδι των εραστών
που τόλμησαν να προχωρήσουν
πέρα από το εγώ
και την προσδοκία του κάκτου
που  με τ' αθώα τάχα αγκάθια του παραμιλά.

Γιατί να είναι πάντα αυτό το ζητούμενο;
Με πονάς.
Κλυταιμνήστρα, βγες απ'το κρανίο μου
σου λέω.

Βοήθησέ με , χορδή
ενσωματωμένη στις αποχρώσεις μου
να κλείσω την ουλή
του χαραγμένου ναρκισσισμού
που μ' εξορίζει.
Να ξορκίσω το ριζικό που γράφτηκε
χωρίς εμένα
κι αφευντεύει δίχως ντροπή
βουτώντας με σε συμπληγάδες ώρες.

Μην απορείς γιατί
θα σου το εξομολογηθώ μια μέρα
αν τις νικήσω
Άλλωστε ξέρεις , κολυμπάς  μαζί μου.

Κλυταιμνήστρα
φίλα τον μόνο στο στόμα
αν δεν κρατιέσαι.
Η ψυχή του μου ανήκει
σ'έχω στραγγίξει από εκεί.

Μείνε να δούμε τι
μην τεντώνεις τώρα το σκοινί
γύρω απ' το μπλε μεταξωτό σεντόνι
που μ' άρέσει να κυλάω
σε ηδονικές μορφές
και να χάνομαι
στα χτυπήματα των χεριών σου
με μαγικό ρυθμό.
Στάσου πλάι μου ,όχι απέναντί μου
κι άσε με να σου τραγουδώ.


Μη με ρωτάς το πώς.
Αντιστάσου.
Μόνο μην με αφήνεις μόνη.
Άκου τη μελωδία που έρχεται
γύρω από την λάμψη ενός ρουμπινιού .
Τη φέρνουν δυο άλογα λευκά
ελεύθερα
χωρίς περιορισμούς κι απαγορεύσεις.

Είσαι εδώ ; προσπέρασες ;

Βλέπεις ;

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Εσένα

Πάντα
παράλληλα θα περπατάς
με πλάνα μάτια θα κοιτάς
την άβυσσο που αγάπησες
και άφησες να φύγει.

Το χθες
σταμάτα να ρωτάς
αν σ' ανταμώνει εκεί που πας,
ζήτα στο σήμερα τ' ατέλειωτα
διάφανα ταξίδια
και μάθε εσένα ν'αγαπάς.

Με σκέψεις αγνές
κλείνε τους πόρους
στον βρώμικο αέρα.

Σαν όμως οι καιροί
γίνουν δύσκολοι
να ξαναλές

"ό,τι κι αν γίνει,
εγώ πηγαίνω σ'έναν κήπο ομορφιάς".

Δεν φοβάμαι τις πύλες
απ' την μοίρα ορισμένες.

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2010

Συνθήκη

Περπατώ μονάχος
μέσα σ'ένα άγονο
κατακερματισμένο πλήθος
παρέα με τις σκέψεις
να μου μακραίνουν τον ξοδεμένο ήχο
του μεθυσμένου εγώ που όλο ζητάει
και βουίζει στο στήθος μου.

Ανικανοποίητη
μα την θαρρούσες ευτυχισμένη
σα με κοίταζε μελαγχολικά
με τα ολοστρόγγυλα γλυκά της μάτια
με το διαπεραστικό βλέμμα.
Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών
όταν κατάλαβα και ντράπηκα.
Ω, τι ντροπή αλήθεια.

Κοιτάζω την μέρα που φεύγει
κλαίγοντας σαν παιδί
για όσα δεν πρόλαβα να κάνω ,
ψάχνω την αγκαλιά της μητέρας μου
να κουρνιάσω.

Όμορφη που ήταν θυμάμαι
μ'εκείνο το σμαραγδένιο φόρεμα
χορεύοντας βάλς
με την ορχήστρα να τρέμει
από τον παλμό των αλαβάστρινων ποδιών της
στο πάτωμα.

Μου άρεσε να κρύβομαι
κάτω απ' το τεράστιο φουρό της,
να χάνομαι από τους γύρω ανθρώπους
που με κοίταζαν .
Δεν καταλάβαινα αν ήθελαν κάτι από εμένα
ή απλώς κι εκείνοι όπως εγώ,
θαύμαζαν την μητέρα μου.

Οι κόρες των ματιών της
ώρες -ώρες γίνονταν γκρί
σαν πείσμωνε με το αλλόκοτο φέρσιμο μου .

Ροδοκοκκίνιζαν τα μήλα
στα ζουμερά της μάγουλα
και μου άρεσε,
επιθυμούσα να της ερεθίζω
τα νευρικά της κύτταρα
ω ,ναι, για να θυμώνει.
Τότε γινόμουν ολόκληρος
το κέντρο της προσοχής της.

Ονειρευόμουν συχνά
ότι ήμουν βρέφος και με θήλαζε
στο φιλντισένιο στήθος της .
Πόσο ήθελα να την αρπάξω απ'τα μαλλιά
και να ρουφήξω τους χυμούς που έσταζαν
οι μεγάλες ροζ ρόγες της.


Αν με άκουγε
στ' αλήθεια θα με συγχωρούσε;
Δεν απαντά αλλά ξέρω
ότι κι εκείνη το ζητούσε.

Γυρεύω την ελευθερία
που μου χάριζε η ματιά της
με τα βλέφαρά της ν ' ανοιγοκλείνουν
καθώς έπλεκε και κοίταζε το δειλινό.

Ελευθερία ήταν,
τι σημασία έχουν τα υπόλοιπα
μπρος στην απόρριψη του τώρα ή του τότε;

Θα τολμούσα άραγε να της εξομολογηθώ
ότι τ'αστέρια έπαψαν
να φωτίζουν τον ουρανό μου
από τότε που έπαψα να τρυπώνω
στα σπλάχνα της;

Πόσο με βασανίζει αυτή η σκέψη
σαν κλείνω τα μάτια μου τις νύχτες
με τον άνεμο να φυσσάει
τη μορφή της στο προσκέφαλο μου .

Αν ήξερε , αν είχε καταλάβει
πόσο ματώνει ο ορίζοντάς μου
κι η μέρα μικραίνει
σαν σύννεφο που σκορπά
ψάχνοντας τα ίχνη του να σωθεί.

Άθελα μου συνέβησαν όλα
εκείνη δεν φταίει,
παραμένει πάντα η Βασίλισσα μου.
Ο ένοχος είμαι εγώ.

Φορώ το καπέλο μου
βαδίζοντας σκεφτικός
με το τσιγάρο στο χέρι
σαν να κρατώ εκείνη
ψάχνοντας τη στιγμή που θα φυσήξει
την ίδια αίσθηση
γεμίζοντας τις φλέβες μου με την πνοή της.

Γυρίζω πίσω
κλείνω το μάτι πονηρά στον χρόνο
ζητώντας του ν'αλλάξει Κάτι.
Ίσως φοβόμουν αν άλλαζε
εκείνη η συνθήκη.
Ίσως να μην άντεχα ν'αντικρύσω
το αναπάντεχο παρόν
που στροβιλίζεται στο χθες
συναντώντας το μέλλον απροστάτευτος.

"Άλλωστε οι συνθήκες
οδηγούν το πεπρωμένο μας
εξαντλώντας το ανεξάντλητο άπαν",
όπως έλεγε εκείνη.

Ίσως μόνο ζητώ
να σβήσει αυτήν την σκιά
που με ακολουθεί
κρίνοντας ασφυκτικά
το μπροστινό μου βήμα.